Διάφορα θέματα-περιστατικά

Θέμα Πούλιο Πούλιου και Κων/νου Τσέτσιλα, κάτοικοι Σταγιάδων.

 Δεν μπορούσες να καταλάβεις πως έγινε η σύλληψη Πούλιου - Τσέ­τσιλα. Το Αγιόφυλλο εξακολουθούσε το ίδιο βιολί. Ο ΄Εγρυπος όλο στο κακό. Νύχτα συλλάβανε τον Πούλιο και Τσέτσιλα. Τους πή­γαν στο Κηπυρ­γιό. Το πρωί έμαθα έγινα συλλήψεις. Έρχεται ο Παπα­νίκος ο Γιώργος. Μου το είπε σαν να ήμουν εγώ υπεύθυνος.

- Μα τι έγινε ρε Μήτσο; γιατί πήραν τον Πούλιο και Τσέτσιλα; Αν τους σκο­τώσουν εσύ θα φέρεις ευθύνη.

- Γιατί Γιώργο θα φέρω εγώ την ευθύνη; Εσείς τι κάμετε γιατί δε παίρνετε και σεις ευθύνες, όλα εγώ. Τι θέλετε να κάμω έχω ολόκληρη περιφέρεια. Εσείς ένα χωριουδάκι δεν μπορείτε; Από εσάς τους ίδιους από το χωριό. Τώρα τι θέλετε από εμένα; Να φροντίσουμε να τους σώσουμε. Πας στο Κη­πυργιό;

- Μόνος μου φοβάμαι.

- Πάρε και έναν άλλον.

Βρήκε τον Δημ.Τσιάτσιον. Ο Τσιάτσιος πρόθυμος θα πάμε.

- Θα σας δώσω άδεια και ένα γράμμα κλειστό για τον ταγματάρχη Φουρ­κιώτη. Τα έκαμα έτοιμα και τους τα δίνω.

Τους απέλυσαν ήρθαν μαζί στο χωριό μου έφεραν ένα σημείωμα από τον Φουρκιώτη. Μου έγραφε όλα τα βλέπεις άσπρα ενώ είναι μαύρα, πρόσεχε και λίγο. Να τους πεις να σου δίνουν παρόν κάθε μέρα. 

 Θέμα  Δημ. Δήμου - Κερασιά  Μουγκανιού.

 Παίρνω εντολή  να πηγαίνω στην Κερασιά να εξετάσω τι κά­μει ο Δή­μος και να αναφέρω. Πηγαίνω στην Κερασιά. Συναντήθηκα με ορισμένους. Τους ερώτησα για το Δήμο. Μου λεν δε κάμει τίποτε, πηγαίνει στους Γερμα­νούς κάθε ημέρα πότε εδώ στο φυλάκιο και πότε στο Μουργκάνι και είναι οπλισμένος. Μας φέρνει τρόφιμα του Ερυθρού Σταυρού. Αν δεν ήταν και αυτός δεν θα παίρναμε τίποτε.

Τους ερωτώ πρέπει να τον πιάσουμε ή όχι; πρώτον μου λεν, είναι δύ­σκολο να πιαστεί, δεύτερον αφήστε τον εφόσον δεν μας κάμει τίποτε και τις οργα­νώσεις ξέρει, δεν έκαμε προδοσία. Συμφώνησα και εγώ με το χωριό. Φεύγω, στο δρόμο στην θέση Βουτάδες μεταξύ Κακοπλεύρι στην Κερασιά βρίσκω αντάρτες περί τους τριάντα.

Βλέπω τον ΄Εγρυπο και Γαλάνη. Κατάλαβα. Φωνάζω τον Γαλάνη.

-Κώστα έλα εδώ.

 Ήρθε.

-Που πάτε, του λέγω;

- Πάμε να πιάσουμε τον Δήμο από την Κερασιά.

-Άκουσε Κώστα, και ’γω πήρα εντολή να εξετάσω την κατάσταση. Ο Δήμος δεν πιάνεται, εκτός αυτού είναι κοντά στα φυλάκια τα Γερμα­νικά, αλλά εί­ναι οπλισμένος. Γυρίστε πίσω θα κάμετε ζημιά στο χω­ριό.

Πηγαίνει τα λέει στον Έγρυπο, ανένδοτος ο Έγρυπος. Μαζί του εγώ δεν μι­λούσα. Γυρίζει ο Γαλάνης μου λέει ο Παναγιώτης επιμένει.

-Εγώ σου λέγω όχι. Αυτός είναι ξένος. Εμείς θα δώσουμε λόγο.

 Έσκυψε το κεφάλι και σκεπτόταν δε μπορούσε να αντιδράσει στον Έγρυπο.

Του λέγω το κρίμα στο λαιμό σου. Γυρίστε πίσω και εγώ θα τον πιάσω με τον δικό μου τρόπο. Δεν μπόρεσα να τους πείσω.

Πήγαν περικύκλωσαν το σπίτι, ζητούν να παραδοθεί, τους πυροβολεί ο Δή­μος, τους φεύγει. Σε αντίποινα συλλαμβάνουν τα δύο αδέλφια του Δήμου μαζί με τις γυναίκες τους, τους φέρουν στο Ξηροπόταμο κοντά στο Αγιό­φυλλο και τους σκότωσαν και τους άνδρες και τις γυ­ναίκες. Στην Παρα­σκευή Αγιοφύλλου όπως με διηγήθηκαν παρόντες τους εκτέλεσαν με τα ξύλα.

Εάν είναι δυνατόν υπό τας συνθήκας αυτάς να προοδεύσει ένας αγώ­νας. Πληροφορήθηκα τα γεγονότα και πηγαίνω στην Οξύνεια. Συνα­ντώ τον παπά. Τον ερωτώ τι έμαθες παπά;

- Εγώ Μήτσο δεν μιλάω καθόλου, γιατί ξέρεις.

Εκεί που συζητάμε με τον παπά, βλέπουμε αντάρτες με πολίτες. Ήταν από την Κερασιά, ήταν τέσσερις κρατούμενοι θυμάμαι τα ονόματα των δύο - τον Χαράλαμπον Ντίμπον και Αθανάσιο Χολέβαν. Μόλις μας είδαν άρχισαν στα κλάματα. 

- Μήτσιο μας πηγαίνουν για σκότωμα.

Ο παπάς παρόν τι να κάμω; Μου λέγει ο παπάς,

- Μήτσο δεν πας και εσύ μαζί μπας και τους σώσεις; Τι ξέρουν αυτοί, γουρ­ναραίοι είναι.

- Παπα-Χρήστο, του λέγω, θα πάω.

Πήγαμε στο Αγιόφυλλο μαζί. Φτάσαμε στο σφαγείο. Εκεί βλέπω τον Βασί­λειο Τζήμα και Δημ. Ζιώγαν. Είχαν κάτι βέργες μεγάλες καθαρι­σμένες. Τους λέγω:

- Τι είναι αυτά;

-Είναι για σβαπ.

-Δεν ντρέπεστε;  Ποιόν βρε χτυπάτε;

Καλώ το Γαλάνη.

- Έλα εδώ Κώστα, τι το κάματε εδώ σφαγείο, τι πράγματα είναι αυτά βρε Κώστα. Στο είπα πολλές φορές ο Έγρυπος θα φύγει. Εμείς θα μεί­νουμε εδώ. Τι τους έφερες εδώ αυτούς τους ταλαίπωρους;

Μου λέγει, αυτοί συνεργάζονται με το Δήμο.

Του λέω, Κώστα απόλυσέ τους, τώρα, αυτήν την στιγμή και δε θα κάμω αναφορά στο αρχηγείο. Πάλι ήθελε να ρωτήσει τον Έγρυπο.

Γυρίζει μου λέει, να τους απολύσω;

-Βεβαίως. Σου είπα Κώστα μην πας στην Κερασιά. Δεν με άκουσες σκοτώ­σατε τα αδέλφια του Δήμου με τις γυναίκες τους. Τα αδέλφια του Δήμου ήταν κατά του αδελφού του και παιδιά δικά μας.

Του λέω δώσε τους χαρτί να φύγουν τώρα που είμαι εγώ εδώ.

Τους έφερε χαρτί και τους λέγει είχατε τυχερό φύγετε. Και γλίτωσαν. Αυτά τα γνωρίζουν πολλοί από το χωριό άλλοι υπάρχουν και από αυ­τούς εν ζωή και ένας που είναι γνώστης ο Απόστολος Δουρούσης από την Οξύνεια ήταν στην σύλληψη του Δήμου. 

Περίπτωση Μ.Γ. στην Πεύκη 

 Ο Μ.Γ όταν κατελήφθη το χωριό τους από τους Γερμα­νούς άρχισε να συνεργάζεται με τους Γερμανούς, . Η υπόθεση είχε καταγγελθεί, έπρεπε να τον βρω πάση θυσία. Στο χωριό ήταν ο Αριστείδης Ράχης ή Αντωνίου ως υπεύθυνος.

Το χωριό του το φύλαξε χωρίς να ματώσει από την  πλευρά της επα­νάστα­σης. Συνεννοηθήκαμε μαζί τι πρέπει να γίνει. Πήραμε εντολή να συλληφθεί ο Μ. Γ. Την εντολή δεν την πήρα  εγώ, αλλά πληροφορήθηκα ότι θέλουν να συλλάβουν τον Μ.Γ διότι συ­νεργάζεται με τους Γερμα­νούς. Έλαβα και ’γω εντολή μου λέει από τον Γαλάνη να συλλάβουμε και να τον στείλουμε στο Αγιόφυλλο. Αν τον συλλάβουμε και τον στείλουμε στο Αγιόφυλλο θα μας τον σκο­τώσουν και αν τον σκοτώσουν τι θα γίνει το χω­ριό, οι Γερμανοί θα μας καταστρέψουν. Γι' αυτόν το λόγο δεν συμφέρει, όπως βλέπεις ενώ γνωρίζει την οργάνωση, δεν μας πρόδωσε. 

- Ε!  του λέγω, Αριστείδη θα σου δώσω ένα σημείωμα να παρουσια­σθεί σε μένα. Διότι είναι φίλος, κληρωτοί στρατιώτες μαζί, ίσως εμπι­στευθεί να με συναντήσει. Με την διαφορά δεν θα τον στείλω που­θενά μόνο να του πω λίγα λόγια.

- Το σημείωμα, μου λέγει, δε θα το δώσω εγώ με τα χέρια μου. θα το δώσω σε άλλον τον Β. Θ.

Ειδοποιούμε να βγει στο βουνό μεταξύ Πεύκης και Κακοπλεύρι. Ορί­σαμε και την ακριβή θέση δεν θυμάμαι πως λέγεται η τοποθεσία. Εμείς βγήκαμε πρώτοι. Ήρθαν και ο . με δύο άλλους, τον έναν τον θυμάμαι, Β. Θ. Χαιρετηθήκαμε αυτοί φέ­ρανε και φαγητά κ.λ.π.  Ερωτώ τον Μ.Γ.

- Τι κάμεις Μ.; γιατί σου κατήγγειλαν ότι συνεργάζεσαι με τους Γερμα­νούς. Οι Γερμανοί παιδί μου θα φύγουν. Εμείς θα μείνουμε εδώ. Τι θα πεις αύριο;

- Συναγωνιστή Μ., λέει ο Θ., θα σου τα πω εγώ. Γνωρί­ζεις πό­σους σκότωσαν οι Γερμανοί από το χωριό μας και πόσοι είναι όμηροι στο Νταχάου της Γερμανίας, τώρα πρέπει και αναμεταξύ μας να σκοτωθούμε; Σκέψου που είμαστε κατεστραμμένοι αν δεν παίρ­ναμε και αυτά τα τρόφιμα, πως θα ζούσαμε; Πηγαίνω και φέρνω τα τρόφιμα από τον Ερυθρό Σταυρό.

- Με τι πηγαίνεις και με τι τα φέρνεις;

- Όπως τύχει, αν υπάρχει δικό μας αυτοκίνητο ή με τα Γερμανικά.

Τους λέγω, καταλαβαίνω τη θέση σας. Από μένα ότι μπορώ να σας βοη­θήσω. θα σας αφήσω να πάτε στο χωριό όπως ήρθατε, αλλά αν τον συλλά­βουν άλλοι τι θα γίνει;

Όπως καταλαβαίνετε, εφόσον πηγαίνει στην Καλ/κα, η καταγγελία είναι από εκεί.

-Φοβάμαι Μ. του λέω, σε κυνηγάν. Κάμε διακοπή από την Κα­λαμπάκα. Όσο να περάσει αυτή η μπόρα διότι οι Γερμανοί πάνω από τρεις μήνες δεν θα μείνουν θα φύγουν.

Χωρίσαμε. Θα πέρασε πολύς καιρός. Τον συλλάβανε συνέπεσε να πέσουν επάνω μου, μεταξύ Κακοπλέυρι Σταγιάδες. Άρχισε να μου ζητά βοήθεια. Λέγω τους αντάρτες το χωριό είναι στη περιφέρειά μου. Οι αντάρτες έχουν δικαίωμα να συλλαμβάνουν. Θα τον κρατήσω εγώ. Τον κράτησα. Να πείτε πως τον κράτησα εγώ. Τον κράτησα δεν θυμάμαι ακριβώς 2-3 ημέρες του είπα πολλά. Τον έδιωξα για το χωριό του. Την τρίτη φορά, τον συνέλαβαν πάλι. Τον πέρασαν από τα χωριά μας. Έμαθα δραπέτευσε και τους έφυγε. Αυτή η περιπέτεια του Μ.Γ, ο οποίος τελικά σκοτώ­θηκε από μια αντάρ­τισσα στην Καλ/κα.

 Όταν εμένα με είχαν κλεισμένο στην Καλ/κα, δεν ήρθε να με δει. Τόσο αχάριστος.

Θέμα  Μάνθου  Ευθυμίου  στο  Κακοπλεύρι. 

Ενθυμούμε καλά ότι ερχόμουν από το χωριό Καταφύγη Γρε­βενών. Φτάσαμε στο Κακοπλεύρι το μεσημέρι. Ήταν μέρα Κυριακή. Η πλατεία του χωριού ήταν γεμάτη από χωριανούς.  Εγώ χωρίς να γνωρίζω τι συμβαίνει βλέπω να μαζεύεται κόσμος. Αυτοί νόμισαν πως ήρθα για την υπόθεση του Μάνθου.

Ο Αθανάσιος Παπαβασιλείου, Βασ. Μπακάλης με ένα χαμόγελο. Μου λεν έχουμε γεγονότα.

-Τι συμβαίνει τους ερωτώ.

Έλα στο σχολείο να σου τα πούμε. Μπήκαμε στην αίθουσα του σχο­λείου, μέσα μπήκαν και μερικοί κάτοικοι. Το είχε μάθει όλο το χωριό.

Τους ερωτώ, τι συμβαίνει;

Μου λέγει:

- Ο Αθαν. Παπαβασιλείου που ήταν υπεύθυνος, ότι ο Μάνθος Ευθυ­μίου επι­τέθηκε στη θυγατέρα του Γεωργία με ανήθικους σκοπούς.

- Ε! όχι βρε παιδιά στην κόρη του.

- Ναι, δεν είναι καθ' αυτού κόρη του. Είναι κόρη της δεύτερης γυναί­κας.

Κατάλαβα. Λέω σε δύο παιδιά πηγαίνετε να τον φέρετε εδώ.

-Εδώ, μου λεν, τον έχουμε.

-Που τον έχετε;

-Κάτω στο υπόγειο, άλλος από μεριά μου λέει έφαγε ξύλο.

Για πάμε στο υπόγειο. Πήγαμε στο υπόγειο, τι να δω, τον είχαν δε­μένο.

- Τον χτυπήσατε;

- Αν τον χτυπήσαμε!

Λέγω στα παιδιά, λύστε τον.

Ο Μάνθος φώναζε:

-Μήτσιο είμαι άδικα, σώσε με δεν έχω τίποτα με τσάκισαν στο ξύλο.

-Μάνθο του λέγω εγώ θα εξακριβώσω.

 Ήταν και πολύ φίλος μου. Τον έφεραν στην αίθουσα του σχολείου. Γέμισε η αίθουσα από κόσμο. Στέλνω δύο παιδιά να φέρουν την κο­πέλα, την έφε­ραν. Την ερωτώ:

- Τι σου έκαμε ο πατέρας σου; Να μας πεις την αλήθεια. θα πω. Είχε ένα θάρρος χωρίς ντροπή. Για πες.

- Ήμασταν στο αλώνι λιχνίζαμε. Όταν τραβούσε ο αέρας λιχνούσαμε, όταν δεν φυσούσε ξαπλώναμε. Όπως ήμουν ξαπλωμένη με είχε πάρει ο ύπνος. Αυτός ήρθε άρχισε να πασπατεύει, έβαλε το χέρι του στα στήθια μου, ξύ­πνησα τρομαγμένη. Μου λέγει μην φωνάζεις εγώ είμαι. Ου! δε ντρέπεσαι. Έρχεται και δεύτερη φορά.

Της λέγω, βρε κορίτσι μου, αφού την πρώτη φορά τον έβρισες, έτσι δεν εί­πες;

- Ναι λέγει,

-Πως το ξαναέκαμε; Η μάνα σου που ήταν στο σπίτι; Το αλώνι από το σπίτι είναι μακριά;

Λένε όλοι ούτε 100 μέτρα.

Ερωτ.: Γιατί δεν πήγες αμέσως να τα πεις της μάνας σου;

Απαντ.: Μήπως είναι καλύτερη αυτή

Είχα δύο ατού στα χέρια μου. Ένα γιατί την ενόχλησε δεύτερη φορά και το άλλο ότι τέτοια είναι και αυτή η μάνα της.

Εκείνη την ώρα μπαίνει η μάνα της και αρχίζει γαϊδούρα θα με φας τον άν­δρα θα με πάρεις τα παιδιά στο λαιμό.

- Να μην με πείραζε.

- Πτου σου γαϊδούρα!

Διακόπτουμε. Παίρνω τα δικά μου παιδιά πηγαίνουμε στο γραφείο του σχο­λείου, αφήνω ένα παιδί στην πόρτα να μη μας φύγει καμιά από αυτές.

Λέω στα παιδιά, τι καταλάβατε;

Ο καθένας έφερε την γνώμη του, άλλος έλεγε δεν μπορούσε να πει η κοπέλα ψέματα, άλλος τι να πεις, ίσως να είναι και ψέματα.

Ακούτε τους λέω την αλήθεια θα τη βρούμε. Έχω δύο ατού. Τώρα θα κά­νουμε το εξής. Θα πάτε στο σπίτι του Μάνθου θα κοιτάξετε εάν έχει κανένα μέρος να κρυφτείτε, γυρίστε και πείτε μου. Πήγαν τα παι­διά. Χρήστος Λιά­νος από Αγνατιά, Αλέκος Στάλιος από Καλ/κα. Γύρι­σαν μου λεν έχει ένα χαμηλό ταβάνι, μπορούμε να μπούμε επάνω. Τους λέγω Χρήστο και Αλέκο θα πάτε και θα μπείτε στο ταβάνι. Αυ­τές θα τις πάρει ένα παιδί μάνα και κόρη και θα τις κλείσει στο σπίτι. Αυτές θα πιαστούν, εσείς θα ακούτε τι θα πουν. Θα στείλω εγώ πάλι να τις πάρουν και μετά να κατεβείτε εσείς. Έγινε το σχέδιο. Πέτυχε.

Της λέγει η μάνα της:

-Βρε γαϊδούρα, θα μου καταστρέψεις το σπίτι.

 Λέγει η κόρη, καλά τον έβαλα στα χέρια τώρα θα τον σκοτώσουν. Τι νό­μισε, μου πούλησε τα κτήματα του πατέρα μου και τα έδωσε προίκα της κό­ρης του και εμένα ούτε ρούχα με έκαμε. Είσαι κα­κούργα μάνα. Ο αρραβω­νιαστικός μου λέγει, ότι δε με παίρνει αν δεν δώσω προίκα.

Όπως καταλαβαίνετε πολλά είπαν. Εγώ γράφω τα κύρια σημεία επάνω στην υπόθεση. Στέλνω τις φέρνω στο σχολείο ήρθαν και τα παιδιά. Μου είπαν ότι γράφω παραπάνω. Η αίθουσα του σχολείου παρά την περασμένη ώρα είχε την περιέργεια να δει τι θα γίνει.

Καλώ την κόρη και της λέγω, είχες κτήματα δικά σου εσύ;

-Είχα του πατέρα μου.

Ερώτ.: Και τι έγιναν τα κτήματα;

Απάντ.: Τα πούλησε και τα έδωσε της θυγατέρας του προίκα.

Ερώτ.: Καλά κορίτσι μου είχε δικαίωμα να πουλήσει τα δικά σου κτήματα;

Απάντ.: Να μαζί με αυτήν. Έδειξε την μάνα της.

Ερώτ. Ρουχισμό σου έκαμε;

Απάντ.: Ούτε ρουχισμό ούτε τίποτα. Δουλεύω τόσα χρόνια,

Ερώτ. Είσαι αρραβωνιασμένη;

Απάντ. Είμαι αλλά ο αρραβωνιαστικός μου δεν με παίρνει άμα δεν μου δώ­σει προίκα.

Ερώτ.: Εδώ γιατί τον έφερες για την προίκα ή γιατί σε πείραξε;

Απάντ.: Και για τα δυο.

Κατεβαίνω και τη βουτάω από τα μαλλιά, και της λέω βρε άτιμο πας να σκοτώσεις τον άνθρωπο.

-Ψεύτρα, εδώ κατήγγειλες ότι σου επετέθη. Φύγε γρήγορα από μπρο­στά μου.

Λέω στους χωριανούς, βλέπετε πως έχουν τα πράγματα, ο Μάνθος θα γινό­ταν μακαρίτης.

-Μάνθο το ξύλο που έφαγες ας είναι στην υγειά σου.

Μετά δακρύων, ο Μάνθος ευχαριστώ, ευχαριστώ.

Η μάνα της ήταν από την Κερασιά Μουργκάνη. Εκεί είχε τα κτήματα.