Κουτσούφλιανη - Μαλακάσα

«Κουτσούφλιανη»

Για το χωριό Κουτσούφλιανη. Συνάντηση με τον Γιάννη Κου­τηλέκο.

Πήγα στο χωριό Κορυδαλλό. Απ' έξω δύο χιλιόμετρα μακριά βρίσκω το τσοπάνο από το χωριό του λέω:

-Θα πας στο χωριό να βρεις τον Μήτρο Καραμήτρο και να του πεις σε θέλει ο Ράπτης. Πήγε ήρθε ο Καραμήτρος.

Του λέγω το τι συμβαίνει. Πώς θα κάμεις να ειδοποιηθεί ο Γιάννης Κουτη­λέκος και να του πείτε να έρθει προς συνάντηση, είναι μεγάλη ανάγκη. Με τον Κουτηλέκο υπηρετούσαμε στα ιππικά μαζί και είχαμε αδελφικές φιλίες.

Τρομερός  ο  Καραμήτρος τα  κατάφερε,  διότι  τα  χωριά  ήταν γερ­μανο­κρατούμενα έφερε τον Κουτηλέκο. Πλησίασε περί τα 100 μέτρα και μου λέ­γει αν με φας να με φας με μπέσα.

- Ντροπή σου, του λέγω, που σκέφτεσαι κατ' αυτόν τον τρόπο, πετά­ζοντας το πιστόλι μου. Συναντηθήκαμε φιλιά κ.λ.π. πολύ όμως φοβι­σμένος. Του είπα σχετικά με τα διατρέξαντα γεγονότα.

-Αγαπητέ Γιάννη έρχομαι από το αρχηγείο Χασίων να πάρω πληρο­φορίες το τι γίνεται στο χωριό σας. Το χωριό σου πάρθηκε απόφαση να καεί και όταν γίνει αυτό θα σκοτωθούν και πολλά γυναικόπαιδα. Όπως πληροφορούμαστε συνεργάζεστε με τους Γερμανούς. Τι έχεις να μου πεις γι' αυτό; και τι μπο­ρεί να κάνουμε να γλιτώσουμε το κακό αυτό; Οι Γερμανοί θα φύγουν ο και­ρός τους πλησιάζει.

Σε απάντηση μου λέγει:

-Όλα όσα γίνονται σε βάρος του χωριού, οφείλεται σε δύο μεγάλους εχθρούς, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι του χωριού και βρίσκονται στο Αμπελο­χώρι με τους αντάρτες και λέγονται Γεώργιος Ζιώγας και Μουχίκας Νικ. γα­μπρός και κουνιάδος. Ο δε Ζιώγας συνεργάστηκε με τους Ιταλούς, πρόδωσε τα όπλα, όχι μόνον στο χωριό μας αλλά και στα γύρω χωριά Μαλακάσι και Αμπελοχώρι. Μόλις ήρθαν οι πρώτοι αντάρτες Αδαμάντιος με τον Ζαραλή ζήτησαν πρώτοι να αναλάβουν υπεύθυνα πόστα. Ο Ζιώγας είχε κρυμμένα μερικά όπλα τα οποία πα­ρέδωσαν στους αντάρτες και είπαν οι αντάρτες, να πατριώτες! Το ίδιο και ο Κώστας Λίπας και Αθανάσιος Μησιάκας ή Αθανα­σούλας ψευδώ­νυμο, ο δε Μησιάκας ήταν από τους πρώτους αντάρτες και ήταν συγ­γενείς του Ζιώγα Μουχίκα. Οι αντάρτες δε ρώτησαν άλλον από το χω­ριό. Πήραν τα πόστα στο χωριό και στην παλαιά Κουτσούφλιανη. Ο Ζιώ­γος και Μουχίκας βρήκαν την ευκαιρία να εξοντώσουν τους αντι­πάλους, εμένα και κάτι άλλοι μας κυνηγούν, αν μας πιάσουν θα μας σκοτώσουν. Έρ­χονται νύχτα και συλλαμβάνουν ανθρώπους. Πριν από είκοσι μέρες μπήκαν στο χωριό να συλλάβουν τον Γιάννη Μάστορα, εκείνος ήταν οπλισμένος δεν παραδινόταν και βάλανε φωτιά στο σπίτι και την οικογένεια. Ο Μάστορας αντιστάθηκε, έβγαλε την οικογένεια έξω και άρχισε να τους πυροβολεί, φο­βούμενοι από τους Γερμανούς έφυγαν. Ο Μάστορας είναι στα φυλάκια τα Γερμανικά θέλει να κάμει κακό αλλά δεν τον αφήνουμε εμείς, όχι ότι είμα­στε αντίθετοι στον αγώνα.

Του λέγω, εντάξει Γιάννη, πες γιατί σκότωσαν τον Τάσιο Καταραχιά;

- Αυτοί τον σκότωσαν. Ο Καταραχιάς ήταν καλό παιδί και δεν συμ­φωνούσε με την δική τους γνώμη και έπρεπε να τον βγάλουν από μέσα όπως και το πέτυχαν (Ο Τάσιος Καταραχιάς ήταν με την ομάδα Αδαμαντίου και Ζαραλή αντάρτης, τον γνώρισα ήταν παλικάρι παιδί και όταν μάθαμε σκότωσαν τον Καταραχιά πονέσαμε όσοι τον είχαμε γνωρίσει).

Λέγω τον φίλο Γιάννη:

-Από το αρχηγείο μου είπαν ότι εσείς δεν ενισχύσατε τίποτε στον αγώνα, είστε το μόνο χωριό που δεν προσφέρατε ούτε ένα αυγό. Γι' αυτό έχουν την εντύπωση ότι είστε όλοι Γερμανόφιλοι και ιδιαίτερα είστε του ΕΔΕΣ.

Μου λέγει, το να είσαι Γερμανόφιλος είσαι ένας προδότης, επειδή εί­μαστε κάτω από το σπαθί;

Όταν οι Γερμανοί ζητούν τίποτε, είμαστε υποχρεωμένοι να τους δώ­σουμε. Εμείς τώρα δεν είμαστε τίποτα, ούτε Ζερβικοί ούτε Εαμικοί, τα έχουμε χα­μένα, μια από τους Γερμανούς μια από τους Ελασίτες κυνηγιόμαστε.

- Θα κάμεις αυτά που σου λέω, θα πας στο χωριό θα προσπαθήσεις και πες στους φίλους να κάμετε τα αδύνατα δυνατά να στείλετε τίποτε τρόφιμα στους αντάρτες στο Αμπελοχώρι και εγώ πάω κατευθείαν στο αρχηγείο να εκθέσω όλη την κατάσταση.

Χωρίσαμε.  Την άλλη ημέρα έφυγα από το αρχηγείο, αλλά το αρχη­γείο με­τακινήθηκε στο Μαυρέλι. Ήμουν κουρασμένος, ένα βράδυ έμενα στην Ασπροκλησιά, το άλλο στον Κονισκό, την τρίτη ημέρα στο Μαυρέλι, όταν με είδαν χάρηκαν.

- Μας φέρνεις νέα αλλά έχουμε και εμείς νέα. Για πες μας.

Τους είπα όλα τα καθέκαστα, πως επικρατεί η κατάσταση.

- Μου λένε η Κουτσούφλιανη έστειλε 2.000 οκάδες σιτάρι, φασόλια, ρεβύ­θια, κρασί, τσίπουρο.

- Μα τους λέγω δεν είναι προδότες οι άνθρωποι εμείς δημιουργούμε εχθρούς. Ο κάθε ένας φαίνεται ότι βρήκε την ευκαιρία να ικανοποιή­σει  τα προσωπικά του. Έχουμε πολλά παραδείγματα πρόσφατα. Υπό­θεση Αθανα­σούλα και παπάς Δουρούσης, όταν οργάνωσαν την ομάδα Βλαχάβα ο παπάς και ο Δουρούσης, είπαν ούτε ένας θα τους ακολου­θήσει αυτούς και με τον αφοπλισμό την ομάδα του ΕΔΕΣ. Γαλάνη ο παπάς ενίσχυσε για τον αφοπλι­σμό. Μου λέγει ο Δενδρινός χαμογε­λαστά ξέρεις ο παπάς είναι μερακλής για τις γυναίκες; Του λέγω όπως άκουγα πριν την επανάσταση τώρα δεν ξέρω. Οι γυναίκες μου λέει που πηγαίνουν στην εκκλησιά να τις διαβάσει της πατά στα πόδια.

Τότε κατάλαβα την σκευωρία που έστησαν στον παπά. Του λέω είναι σκευ­ωρία δεν είναι τόσο τρελός ο παπάς.

-Τα αφήνουμε αυτά, μου λέει, μπορεί να τους διώξουμε.

Με καλούν στο γραφείο του Στρατηγού. Μου λεν εμείς αφού πρώτα σκε­φτήκαμε καλά και επειδή λίγους ανθρώπους έχουμε σαν και εσένα, θα ανα­λάβεις όλα τα Γερμανο-κρατούμενα χωριά με έδρα την Κουτσούφλιανη. Θα σε διορίσουμε διοικητή πολιτοφυλακής. Θα πά­ρεις από εδώ τον διορισμό και θα πας στην Ανωτέρα Λαρίσης που βρίσκεται στην Καστανιά Καρδί­τσης να πάρεις τον διορισμό. Διότι αυτά  τα γερμανοκρατούμενα  χωριά  άμα  φύγουν οι  Γερμανοί θα αλληλοσκοτωθούν και πρέπει να αναλάβουν άνθρωποι λογικοί. Λοι­πόν να πας στο καλό και σε συγχαίρουμε για όλα.

- Προσέχετε τους είπα οι δολοφονίες που γίνονται είναι ζημιά και όχι για το συμφέρον του αγώνα.

Με παίρνει ο Δενδρινός και πήγαμε στα γραφεία να μου δώσουν τα χαρτιά. Τους είπα ότι θα μου επιτρέψετε να διαλέξω παιδιά. Ναι μου λένε, να πάρεις από το εφεδρικό αυτούς που θέλεις. Τους χαιρέτησα και έφυγα. Φεύγοντας από το Μαυρέλι περνώ από τον Κονισκό, βρί­σκω τον παπά Δουρούση τους είπα πως θα τους απολύσουν. Αλλά να φύγετε την ποταμιά το γεφύρι του ψήρα. Εάν σας πιάσουν ο Έγρυπος θα σας καθαρίσει.

-Αλήθεια! Λέγει, ο Παπαχρήστος;

-Ναι του λέω το πολύ δύο ημέρες.

Τώρα πως πας στην Καστανιά Καρδίτσης; Πήγα στο σπίτι ξεκουρά­στηκα δυο μέρες. Ξεκίνησα πήγα από το χωριό Κερασιά Μουρκάνη για να με πε­ράσει η οργάνωση από τα γερμανικά φυλάκια. Και παίρνω δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια από χωριό σε χωριό. Φτάνω σε ένα χωριό Ξυλοπά­ροικο. Εκεί είχε πολλούς αντάρτες και αξιωματικούς Ρώσους. Τέλος μετά βασάνων έφτασα στην Καστανιά. Δύο ημέρες και  εκεί μας  κάμανε μαθή­ματα απάνω στα  καθήκοντα της πολιτοφυλακής. μας βάλανε γράψαμε ερω­τήσεις κ.λ.π.. Μου δί­νουν το διορισμό ανθυπίλαρχου. Επιστροφή έφτασα στο χωριό Αγ. Παρασκευή απέναντι από την Καλ/κα, περιμέναμε να νυχτώ­σει να περάσουμε από τα φυλάκια.

Θέμα Μιχαήλ, Πάνο και Γιάννη Μασούλα, κάτοικοι Μα­λακασίου.

Εκεί που περιμέναμε να νυχτώσει βλέπω αντάρτες με κρα­τούμενους χωριάτες. Ερωτώ τους αντάρτες που τους πάτε;

-Στο αρχηγείο.

-Τι έκαμαν;

-Δεν ξέρουμε εμείς είμαστε συνοδεία.

Βλέπω τον Ιπποκράτη Ντάφη από την Πεύκη.

Τον ερωτώ γιατί Ιπποκράτη; Δεν ξέρω Μήτσο.

Εκείνη την στιγμή με τραβά ένας από το σακάκι. Γυρίζω ήταν γνω­στός μου.

- Βρε Μιχάλη κρατούμενος είσαι;

- Ναι μου λέει και θα μας σκοτώσουν.

- Τι σοβαρό παράπτωμα κάνατε και φοβάσαι τόσο πολύ;

- Μου εξηγήθηκε. Μας πήραν οι Γερμανοί με τα ζώα μας πήγαν μέχρι ένα χωριό Βλαχάβα. Εγώ με τον χωριανό μου Μασούρο, πήραμε από­φαση να φύγουμε κρυφά και φύγαμε. Εκεί που οι Γερμανοί καίγανε και λεηλατούσαν πήραμε και εμείς κάτι πράγματα εργαλεία της φα­ραγκοσυνής, κάτι μπλάνια πριόνια κ.λ.π. Μας έπιασαν οι αντάρτες έξω από το χωριό κερασιά Μουρ­γκανιού μας πήγαν στην Αγνατιά. Το ξύλο που φάγαμε δε λέγεται. Μας παίρνουν από εκεί να μας πάνε στο Κηπυργιό, ανάμεσα Αγνατιά Γεωργίτσα σε ένα ρέμα, συνοδεία είχαμε ένα αντάρτη παιδάριο Το ρωτάμε αν ξέρει βλάχικα δεν ξέρω λέγει. Τα είπαμε με τον Γιάννη. Εκεί που θα πάμε θα μας σκοτώσουν, παίρ­νουμε την απόφαση να αφοπλίσουμε τον αντάρτη και να τον σκοτώ­σουμε και να φύγουμε. Το μετανιώσαμε αυτό. Είπαμε στον αντάρτη να μας αφήσει να πιούμε νερό, μας λέγει το παιδί να πιείτε. Κατεβή­καμε από τα ζώα πήγαμε δήθεν για νερό και φεύγουμε. Μας πιάσανε πάλι τώρα θα μας σκοτώσουν. Ελπίδα δεν υπήρχε να γλιτώσουν.

Δεν του είπα τίποτε.

Νύχτωσε, ξεκινήσαμε φτάσαμε στα φυλάκια μεταξύ Θεόπε­τρας Καλ/κας. Αφού περάσαμε τον κίνδυνο μετρούν τα παιδιά έλειπε ένας, Τάκης Κουβάτης από το Αμπελοχώρι, παίρνω δύο παιδιά και γυρίζουμε. Περνάμε πάλι από τα φυλάκια τον βρίσκουμε κρυμμένο σε κάτι βάτα - τον παίρνουμε ήταν και κουτσός τραυματίας του Αλβανι­κού Πολέμου. Τα χαράματα βγή­καμε στο χωριό Κόπραινα. Ξεκουρα­στήκαμε έδωσε  ημέρα. Σκεπτόμουν αυτούς τους δύο. Λέγω στην συ­νοδεία αυτούς τους δύο θα τους πάρω εγώ. Μου λεν δεν μπορούμε να τους δώσουμε. Έχουμε εντολή να τους παραδώ­σουμε στο αρχηγείο.  Τους λέγω αυτοί ανήκουν στην περιφέρειά μου. Είμαι διοικητής πολι­τοφυλακής. Ορίστε τον διορισμό. Εσείς θα πείτε στο αρχηγείο ότι τους πήρε ο Ράπτης.  Θα σας δώσω και ένα σημείωμα να το δώσετε στο αρχηγείο, δεν πρόκειται να σας πουν τίποτε. Τους κατάφερα και τους κρά­τησα αλλά με φόβο και εγώ.

Μου λέγει ο Ιπποκράτης, εμένα δεν με κρατάς μαζί σου;

Του λέγω, δεν έχεις τίποτε εσύ μην φοβάσαι.

Η κατηγορία του ήταν γιατί πήγε στην Κουτσούφλιανη να δει τον αδελφό του, τον θεώρησαν ως κατάσκοπο.

Φτάσαμε στο χωριό Σταγιάδες. Καθίσαμε το βράδυ εκεί τους περι­ποιήθηκα.  Στο Κακοπλεύρι είχαμε ένα σπίτι του Γιαννάκη σαν φυλά­κιο. Εκεί είχα αφήσει τα παιδιά του εφεδρικού ΕΛΑΣ, μετά τους έκα­μαν πολιτοφύλακες. Ξεκινήσαμε από Σταγιάδες Κακοπλεύρι. Έξω από το χωριό ήταν αντάρτες ένας λόχος,  όταν βλέπουν τους κρατού­μενους Πάνο Μασούρα ρίχθηκαν να τους λιντσάρουν. Αυτοί γύρω από μένα, εγώ να εμποδίζω τους αντάρτες μια πάλη να τους πάρουν από τα χωριά μου, φωνάζω τον λοχαγό συναγωνιστή.

-Τι κατάσταση είναι αυτή;

Έρχεται ο λοχαγός, αφήστε να τους κάνουμε κομμάτια τα κοπρό­σκυλα.

-Όχι συναγωνιστή λοχαγέ. Είμαι της πολιτοφυλακής από εδώ και πέρα έχει να κάμει η πολιτοφυλακή.  Ορίστε τα χαρτιά μου.

Λέγει στους αντάρτες αφήστε τους.

Μου λέει θα σου φύγουν και αν σου φύγουν θα τα πληρώσεις εσύ. Πήγαμε στο φυλάκιό μας. Τους είπα δεν σας κλείνω μέσα θα σας έχω ελεύθερους μην κάνετε καμιά τρέλα και φύγετε τότε δεν θα μπορέσει να σας σώσει κα­νείς. Μαζί τρώγαμε μεσημέρια βράδια. Ότι τρώγαμε εμείς και αυτοί. Την ημέρα ελεύθεροι.

Το τηλέφωνο από Αγνατιά χτυπούσε. Ακόμη δεν σου έφυγαν, στείλε τους προς τα δω. Αυτά τα άκουγαν σήκωναν τα δικά μας παιδιά το τηλέφωνο. Τι γίνεται βρε παιδιά; Τίποτε θέλουν να στείλουμε τους κρατούμενους εκεί. Οι κρατούμενοι φοβήθηκαν, εγώ δεν πήρα τα μέ­τρα να τους κλείσω, δεν το πίστευα ότι θα κάνουν τέτοιο μεγάλο λά­θος. Ένα μεσημέρι περιμένουμε να έρθουν για φαγητό. Έρχεται κα­θυστερημένα ο Πάνος, τον ερωτώ:

- Μιχάλη που είναι ο Γιάννης;

- Δεν ξέρω, μου λέγει.

Λέω στα παιδιά. βρε παιδιά μήπως μας έφυγε;

- Που να ξέρουμε, έτσι που τους άφησες. Γνωρίζω τον Πάνο, μαρτύ­ρησε γιατί εσύ θα τα πληρώσεις όλα.

-Μου λέγει έφυγε, δεν μπόρεσα να τον πείσω να μην φύγει. Τώρα τι θέλεις να σου κάμω, γιατί δεν μας έλεγες ότι σκέπτεται να φύγει. Και να τον χτυ­πούσα τι θα έβγαινε;

Βγάζω τα παιδιά παγανιά που να τον βρεις, βγαίνοντας από το χωριό κρύ­φτηκε. Μέχρι βασίλεμα ήλιου τίποτε.

Στο  χωριό  Μαλακάσι

Λέω στα παιδιά όλοι μας φταίμε και εγώ που τον άφησα έτσι και εσείς που σας είπα κάποιος να τους παρακολουθεί. Συζήτηση κα­μία αν το μάθουν θα την πληρώσουμε άσχημα. Ετοιμασθείτε 10 θα πάμε στο Μαλακάσι.

Ετοιμασθήκαμε.  Ξεκινήσαμε όλη την νύχτα το εμπόδιο ήταν πως θα περά­σουμε τα φυλάκια. Τα χαράματα φτάσαμε στο χωριό. Μαζί εί­χαμε και τον Πάνο. Προτού μπούμε στο χωριό, ένας είχε αλώνι αλώ­νιζε το σιτάρι. Μας λέγει ο Πάνος αυτός είναι ο πατέρας του.

Του λέμε καλημέρα.

Τον ερωτώ πως λέγεσαι;

-Μασούρα έχεις ένα παιδί που το λένε Γιάννη;

- Έχω

-Που είναι;

- Τον πήραν οι αντάρτες

- Άσε που τον πήραν οι αντάρτες. Που είναι τώρα;

- Δεν ξέρω δεν έχω ιδέαν.

-Άκουσε, του λέμε, πες του να παραδοθεί ή θα μας εξαναγκάσετε να πά­ρουμε μέτρα σκληρά που δεν το επιθυμούμε.

Επέμενε δεν είχε ιδέα. Μπήκαμε στο χωριό. Καλούμε τους υπεύθυ­νους Χα­τζηκυριάκιδες και άλλους, όλοι έκαμαν πως δεν γνωρίζουν. Τους λέω προ­θεσμία μέχρι το βράδυ, προσέχετε καλά. Το βράδυ τί­ποτε. Την άλλη μέρα προθεσμία μέχρι το μεσημέρι. Τίποτε το μεση­μέρι. Λέω στα παιδιά να κρα­τηθούν οι υπεύθυνοι να συλληφθεί η οι­κογένεια Μασούρα.

Φωτιά στο σπίτι κατάσχεση στα πρόβατα. Δύο στο σπίτι να πάρετε την οι­κογένεια τέσσερις για τα πρόβατα. Πάρετε όσους θέλετε από το χωριό να σας βοηθήσουν. Ετοιμάσθηκαν τα πάντα προς εξόρμηση και αν με πιάσει η τρέλα θα το κάψω όλο το χωριό. Άρχισαν το τσι-τσι τα βλάχικα φοβήθηκαν. Εγώ έκαμα τον αγριεμένο και βολτάριζα. Τους άφησα για λίγο τι θα κάμουν. Έρχονται οι υπεύθυνοι μου λεν το βράδυ θα σου παραδώσουμε δεν μπο­ρούμε μέρα διότι είναι κρυμμέ­νος κοντά στα φυλάκια τα Γερμανικά στην πέτρα Μουκόση.

- Θα σας περιμένω, να δούμε.

Νύχτωσε περιμέναμε. Έρχονται μας λένε πάμε στο σπίτι. Πήγαμε στο σπίτι μπαίνω μέσα. Το τι έγινε θρήνος από κλάματα γυναίκα, μητέρα, παιδιά του. Η γυναίκα του και η μάνα του έπεσαν στα πόδια μου, δεν τους καταλάβαινα μισά βλάχικα μισά Ελληνικά. Εκείνο που καταλά­βαινα Γιάννη μου, Γιόκα μου κ.λ.π.

-Σταματάτε που είναι; Με παν στο δωμάτιο. Αυτός ήταν στο κρεβάτι, τα μπρούμυτα.

Του φωνάζω:

-Ε! Γιάννη σήκω επάνω, έτσι έστρωσες έτσι θα πλαγιάσεις.

-Μπρος καπετάνιε θα με σκοτώσεις, γυναίκα μου, μάνα μου, πατέρας μου, παιδάκια μου.

Τότε άναψε το γλέντι, θρήνος και οδυρμός. Μου λέγει ο πατέρας του σας έψησε γίδα να φάτε. Τους λέω δεν θέλω. Λέγω στα παιδιά ξεκο­καλίστε. Έπεσαν τα παιδιά σαν τα όρνια. Εγώ πήρα ένα μεζέ. Μου λέγει ο πατέρας του αφού δεν τρως θα μου το σκοτώσεις το παιδί κα­πετάνιε. Ότι και να τους έλεγες παρηγοριά δεν είχαν. Το χωριό Μα­λακάσι συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι με τα δαδιά αναμμένα. Το δύσκολο ήταν πως θα τον ξεκόψουμε από την οικογένειά του. Εγώ είμαι μαλακός, δεν χρησιμοποιούσα το φόβητρο του αντάρτη. Λέγω στα παιδιά. Πιάστε τον και βγάλτε τον έξω. Τον βουτάν τον βγάζουν, τον βάζουν μπροστά. Τρομάξαμε και είδαμε να τον χωρίσουμε.

Το πρωί φτάσαμε στο Κακοπλεύρι. Είχα πάρει καταθέσεις από το χωριό καλές, έκαμα και την έκθεση ευνοϊκή, δεν ανέφερα ότι μου έφυγαν. Τη συ­νοδεία που έστειλα τους είπα να τους ρωτήσουν να πουν καλά λόγια.

Δεν πέρασε μία εβδομάδα να τους οι φίλοι αγκαλιές φιλιά, ευχαρι­στή­ρια και απελάγησαν. Και οι δύο βρίσκονται εν ζωή.

Το τμήμα μας δεν ήταν μόνιμο ήταν πότε Κακοπλεύρι και πότε Στα­γιάδες ανάλογα με τις κινήσεις των Γερμανών.