Αθανασούλας

Απόπειρα  δολοφονίας  Αθανασούλα.

Έγραψα και παραπάνω για τον εγκληματία Παναγιώτη Έγρυ­πον ή Οδο­ντόπουλο. Τον είχαν τοποθετήσει εκεί με πρόγραμμα σε κάθε χωριό να εκτε­λεί ανθρώπους. Το  Κακοπλεύρι δε το είχε ματώ­σει ακόμα, έβαλε τα αδύ­νατα δυνατά να το ματώσει και αυτό. Αυτός και ο Γαλάνης ήρθαν στο χωριό Σταγιάδες αλλά δεν εμφανίστηκαν στο χωριό. Κάλεσαν μερικούς από το Κακοπλεύρι, στη θέση Λιβάδια Σταγιάδων σε ένα ρέμα. Και εκεί συζήτησαν περί της δολοφονίας του Αθανασούλα. Επειδή κανείς απ’ το χωριό Κακο­πλεύρι δε δεχόταν να αναλάβει τη δολοφονία του Αθανασούλα, εξαναγκά­σθηκαν να ρίξουν λαχνό. Ο Αθανασούλας δεν το υποπτευόταν. Είχαν ένα πριόνι ξυλείας στη θέση Σβαρνίστρα στο δάσος του Μπέη - και πήγαινε να το βλέπει.  Έρχεται ο Τσιανάκας, κατατρομαγμένος και φοβισμένος.

Τον ερωτώ:

- Τι έπαθες Κωστάκη;

- Μου λέγει να σου πω ή να μη σου πω; Διότι είναι απόρρητο.

- Του λέγω όπως νομίζεις.

- Φοβάμαι να μη γίνει γνωστό.

- Από μένα, του λέγω, δε γίνεται, μη φοβάσαι.

- Μας κάλεσε ο Έγρυπνος με τον Γαλάνη, εδώ στο ρέμα στα Λιβάδια και το θέμα ήταν πως θα δολοφονήσουμε τον Αθανασούλα. Δεν ανα­λάμβανε θελη­ματικά κανείς. Τότε λέγει ο Έγρυπνος θα ρίξουμε λαχνό και σε όποιον πέσει πρέπει να τον εκτελέσει ή δε, θα εκτελεσθεί αυ­τός. Έγινε ο λαχνός και έπεσε σε μένα. Γι' αυτό φοβάμαι μου λέει, δε θέλω να κάνω έγκλημα.

- Πήγαινε στο χωριό και να μην κάνεις καμιά ενέργεια. Αν σου συμ­βεί τί­ποτα θα ρίξεις τα βάρη σε μένα και έτσι έγινε ούτε σε αιτιολογία τον κάλε­σαν ούτε το πιστόλι το ζήτησαν.

Σύλληψη  Οικογενείας   Αθανασούλα

Μήνας Ιούλιος 1944. Στο χωριό Σταγιάδες ήταν μία διμοιρία αντάρτες με ανθυπολοχαγό του αστικού στρατού Παπαδημητρίου Λε­ωνίδα εκ Μακε­δονίας, όχι φανατικός, ήταν πολύ λογικός και μετριο­παθής. Λαμβάνει δια­ταγή δήθεν από το αρχηγείο να συλλάβουν την οικογένεια Αθανασούλα, κα­θώς ομάδα, διμοιρία, στόχος κ..λ.π. γενικά είχαν και από έναν διαφωτιστή άπαντες. Οι διαφωτιστές ήταν κομ­μουνιστές και από αυτούς παίρνονταν και οι αποφάσεις.

Όταν πήραν το έγγραφο συλλήψεως είπε ο διαφωτιστής. Δεν πρέπει να φτάσουν στο αρχηγείο, να τους εκτελέσετε στο δρόμο, σε κανένα ρέμα.

Ο ανθυπολοχαγός ήρθε σε μένα στο σπίτι μου ώρα 12 μεσάνυχτα.

Μου λέγει:

- Πήραμε εντολή από το αρχηγείο να συλλάβουμε την οικογένεια Αθανα­σούλα τι θα γίνει, θα τους εκτελέσουν στο δρόμο.

- Λεωνίδα, του λέω, αυτή η διαταγή δεν είναι του αρχηγείου είναι του ‘Εγρυπου και του Γαλάνη. Εφόσον λένε να τους εκτελέσουν στο δρόμο, είναι από αυτούς.

Μου λέγει:

-Πρέπει να έρθεις και εσύ, εγώ δεν εισακούομαι είμαι κατά τύπον, ουδεμία εξουσία έχω, μόνο εσύ, διότι εσένα σε σέβονται. Εάν δεν έρ­θεις οι άνθρωποι θα εκτελεστούν.

Του λέγω:

-Επειδή με τον Αθανασούλα δεν τα είχαμε καλά, πρώτον από επαγ­γελματι­κές διαφορές και με έχει κυνηγήσει άσχημα προπολεμικά και θα πουν πως εγώ είμαι η αιτία να συλληφθούν. Δεν έρχομαι. Έφυγε.

Ξανά έρχεται:

- Σε παρακαλώ πολύ να έρθεις,  αν φταίει ένας να σκοτωθεί ολόκληρη οικο­γένεια; δεν το σκέπτεσαι λιγάκι;

Μου λέγει η γυναίκα μου εάν πρόκειται να γλιτώσεις τους ανθρώπους να πας κρίμα είναι και ο θεός δεν θα σε αφήσει, να πας μου λέγει. Αυτό μου έδωσε το θάρρος.

Ο κουνιάδος ο Παπαγιαννούλης ήταν κατά το ΕΑΜ ΕΛΑΣ, της γυ­ναί­κας μου της έλεγε αυτός τρελάθηκε, θα σας καταστρέψει. Ετοιμα­στήκαμε. Εγώ πήρα μόνον τον Ευάγγελο Αγγέλη.

Το χωριό Κακοπλεύρι εφόσον κάηκε και οι χωριανοί φοβόντουσαν νέα επιδρομή των Γερμανών, διότι τα φυλάκια ήταν τρεις ώρες από το χωριό. Γι' αυτό έμειναν έξω. Η οικογένεια Αθανασούλα ήταν σε ένα κτήμα δικό τους στη θέση Αμπέλια μεταξύ Σταγιάδες Κακοπλεύρι. Είπα στον Βαγγέλη Αγ­γέλη αυτό και αυτό συμβαίνει. Ο Βαγγέλης Αγγέ­λης ήταν και κουμπαριά με τους Αθανασουλαίους.

Του λέγω εκτός από τους αντάρτες θα τους συνόδευες εσύ για να μην τους εκτελέσουν στο δρόμο.

-Ναι, λέγει ο Βαγγέλης θα τους αναλάβω εγώ. Δεν μπορούν οι Αγιο­φυλλίτες να μας κάμουν αυτοί όπως θέλουν.

Πήγαμε στο μέρος που ήταν η οικογένεια. Είπα στους αντάρτες εσείς και ο Βαγγέλης θα μείνετε εδώ, περί τα 100 μέτρα απόσταση. Θα πάω εγώ με τον ανθυπολοχαγό διότι θα μας ιδούν πολλούς μαζί, μπορεί να πάθουν συγκοπή καρδιάς.

Πειθάρχησαν, πλησιάσαμε. Ήταν όλοι μαζί αρμάδα και κοιμόντου­σαν.

Φωνάζω, Παπαγιώργη, άκουσαν σήκωσαν τα κεφάλια.

-Έλα λίγο εδώ. Είμαι ο Μήτσιος Ράπτης.

Σηκώθηκε μας πλησίασε, μη φοβάσαι του λέγω έλα κοντά - κοντά, τον ακολουθούσε και ο γιος του Νίκος. Του λέγω εγώ, ότι ο ανθυπο­λοχαγός έλαβε μία εντολή να σας παν μέχρι το αρχηγείο.

Μόλις άκουσε αυτό σωριάστηκε κάτω. Τον πιάνει ο γιος του ο Νίκος πατέρα, πατέρα μην φοβάσαι. Εφόσον είναι ο Μήτσιος δε θα πάθουμε τί­ποτα. Πήρε θάρρος, συνήλθε.

Μου λέγει:

- Θέλω να μου κάνεις μία χάρη. Θα μου επιτρέψεις τον ανιψιό μου τον Κω­στάκη να πηγαίνει στα Γρεβενά να ειδοποιήσει τον γαμπρό μου,  Θεόδωρο Ζαμπαρδούκα. Ο Ζαμπαρδούκας ήταν στέλεχος του Κ.Κ

Του λέγω:

-Έγινε και οτιδήποτε θέλεις.

Φέρνουν τον Κωστάκη.

-Κωστάκη, του λέγω, θα σου δώσω άδεια διότι χωρίς άδεια δεν μπο­ρείς να κουνηθείς.

Του λέγω, Κωστάκη, θα βάλεις τ' αδύνατα δυνατά σε τρεις ώρες πρέ­πει να φτάσεις στα Γρεβενά να του πεις του Θεόδωρου τα καθέκαστα και να κατέ­βουν αμέσως στο Αγιόφυλλο - διότι ο δρόμος Μουργκάνη Γρεβενά ήταν ελεύθερος.

Ποιος είναι ο Κωστάκης; είναι γιος του Γεωργίου Παπακώστα και της ηρωί­δας μητέρας της Ανδρομάχης, νυν δικηγόρος.

Όλο και καθυστερήσαμε, πήρε η ημέρα, τα θυμάμαι σαν τώρα που τα γράφω.  Λέγω στον Βαγγέλη θα τους πάρετε και θα πάτε πολύ σιγά και αν θελήσουν να τους κακοποιήσουν δεν θα το επιτρέψεις. Από εδώ και κάτω το λόγο έχει ο Βαγγέλης Αγγέλης.

Ο Θεόδωρος Ζαμπαρδούκας από τα Γρεβενά έφτασε γρηγορότερα στο Αγιόφυλλο από τους Αθανασουλαίους, οπόταν ο Γαλάνης και ο Έγρυ­πος δεν μπορούσαν να κάμουν τίποτα. Αυτό που διψούσε ο Έγρυπος δεν το πέτυχε, ούτε τα εμπορεύματα πέτυχαν να παν στο Αγιόφυλλο.

Την επομένη ημέρα πήγα στο Κακοπλεύρι. Στο δρόμο μόλις έξω από το χωριό Αγ. Γεώργιος βλέπω ζώα φορτωμένα με αγωγιάτες του χωριού, τους ερωτώ τι έχετε φορτωμένα; Που τα πάτε; Μου λεν πράγματα του Αθα­νασούλα και τα πάμε στο Αγιόφυλλο. Στέλνω δύο του χωριού να προλάβουν τα ζώα να τα γυρίσουν στο χωριό Σταγιά­δες και να τα βάλουν μέσα στο σχολείο. Εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος από την Οξύνεια με ζώα να φορτώ­σουν πράγματα.

Τον ερωτώ, τι είναι αυτά;

-Μου στείλανε εντολή από το Αγιόφυλλο ο Γαλάνης με τον Έγρυπο να φορ­τώσουμε τα πράγματα του Αθανασούλα.

- Καλά βρε, του λέγω, οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν τι κάμουν, εσύ δεν κατα­λαβαίνεις, μήπως δικάστηκαν οι Αθανασουλαίοι και πάρθηκε κα­μιά από­φαση δέσμευσης της περιουσίας του Αθανασούλα; Και να κα­τασχεθούν ακόμη θα πρέπει να τα πάμε στο Αγιόφυλλο; για πιο έξυ­πνοι είναι αυτοί από εμάς; Διώξε τους ανθρώπους με τα ζώα να φύ­γουν και αναλαμβάνω εγώ όλες τις ευθύνες.

Είχα νευριάσει τόσο πολύ όσοι είχαν πράγματα στα χέρια τους τα πήρα, τα έριξα πάλι στις κρυψώνες, τους βάζω τους ίδιους που τ' άνοιξαν να τα ξανα­σκεπάσουν, βάζω φύλακες να τα φυλάγουν. Ου­δείς μου αντιστάθηκε. Είπα στους πρωταίτιους:

-Την πράξη που κάματε είναι εγκληματική. Εσείς ένας ή δύο που ξέ­ρατε τις κρυψώνες ποιος σας εκβίασε να τις μαρτυρήσετε; Αυτά όσα κάμουμε όχι μόνον είναι σε βάρος του αγώνα, αλλά θα είναι και σε βάρος της συνείδη­σης. Επειδή είμαι συγχωριανός σας δεν θα το κάμω θα σας έδενα και θα σας έστελνα στο Αρχηγείο. Αντί να εκτελεστεί η οικογένεια Αθανασούλα να εκτελεστείτε εσείς, δεν το κάμω. Τις δικές σας ανόητες πράξεις της επιφορ­τίζομαι εγώ.  (Τις κρυψώνες τις ήξερε  μόνον ο Αθανάσιος Παπαβασιλείου).

Γιατί αποκάλεσα την Ανδρομάχη Γ .Παπακώστα ηρωίδα.

Η μόνη γυναίκα που δε φοβόταν και πουθενά αλλού δεν είχε εμπιστο­σύνη μόνο σε μένα.. Και εγώ της φέρθηκα με καλοσύνη και πάντα την ενημέ­ρωνα.

Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες ημέρες πέρασαν από την σύλ­ληψη οικο­γένειας Αθανασούλα. Ήρθε προς συνάντησή μου ο Βασί­λειος Δήμος εκ Καλ/κας.

Μου λέγει:

- Μήτσο η οικογένεια Αθανασούλα κινδυνεύει να εκτελεσθεί, μόνο σε σένα υπάρχει μία ελπίδα να γλιτώσουν. Γι' αυτό ήρθα να σε πάρω να πάμε στον Κονισκό. Πρέπει να έρθεις. Τι φταιν οι γυναίκες και τα παιδιά.

Του λέγω:

- Βασίλη μου, θα έρθω γνωρίζω καλά πως όλα τα βάρη τα ρίχνουν σε μένα. Το πρωί ξεκινάμε.

Μου λέγει:

Παπαχρήστος Μπαζιογιάννης και Ηλία Δουρούσης, τους έχουν και αυτούς κρατούμενους και αυτοί κινδυνεύουν από την Οξύνεια.

Παραξενεύτηκα.

- Γιατί Βασίλη;

- Που ξέρω ρε Μήτσιο;

Την άλλη ημέρα πήραμε δύο ζώα και φύγαμε. Πήγαμε στο Κονισκό, φτάσαμε απόγευμα. Το γνώριζαν τόσο ο Αθανασούλας όσο και ο Πα­παχρή­στος πως θα πήγαινα. Δεν τους είχαν κλεισμένους, τους είχαν ελεύθερους. Βγήκαν στην άκρη του χωριού. Έρχεται ο Αθανασούλας να με κρατήσει το άλογο να κατέβω. Του λέγω όχι δε χρειάζεται. Αφού έγιναν εγκάρδιες χει­ραψίες, μου λέγει ο Παπαχρήστος:

- Μήτσιο, σε παρακαλούμε κάμε ότι είναι δυνατόν για μας.

- Παπά, του λέγω, λυπούμε γι' αυτά που συμβαίνουν, εγώ θα κάμω ότι μπορώ.

- Σε πιστεύω, Μήτσιο μου.

Πήγαμε στη διοίκηση. Τους λέγει ο Βασίλειος Δήμος, αυτός είναι ο Ράπτης,

- Ω! καλώς τον σύντροφο Ράπτη. Μου λένε πολλά λέγονται για σένα και θέλαμε να σε γνωρίσουμε.

Το βράδυ συνεδρίασε το ανταρτοδικείο με πρόεδρο τον Δενδρινό για την υπόθεση Αθανασούλα κεκλεισμένων των θυρών.

Ερώτηση: Είστε γνωστοί με την οικογένεια Αθανασούλα;

Απαντ.: Είμαστε από το ίδιο χωριό.

Ερωτ.: Τι γνωρίζεις εσύ γι' αυτούς και για ποιο λόγο συνελήφθησαν;

Απάντ.: Για τον λόγο που συνελήφθησαν έχω άγνοια.

Ερωτ.: Τι θα πει άγνοια στην περιφέρειά σου χωριανοί είναι, κατέχεις το πόστο ταγματάρχη και δεν γνωρίζεις;

Απάντ.: Δεν γνωρίζω τους λόγους που συνελήφθησαν.

Ερωτ.: Εσύ τα έχεις καλά, έχετε προηγούμενα;

Απαντ.: Ναι είχαμε προηγούμενα πριν την επανάσταση.

Ερωτ.: Και τώρα με την επανάσταση;

Απαντ.: Μπορεί οι καρδιές μας να μην είναι τόσο φιλικές.

Ερωτ.: Εάν τους σκοτώσουμε το θέλεις εσύ;

Απαντ.: Όχι, αν τους σκοτώσουμε, τι φταίει η οικογένεια, σαν άτομο τον ίδιο τον Αθανασούλα ναι για μένα, δεν πρέπει να σκοτωθεί όμως για προσω­πικά δικά μου και του ενός ή του άλλου. Εάν όπως γίνεται να σκοτώνουμε και αν σκοτώσουμε τον Αθανασούλα θα  ξεφυτρώ­σουν 50 Αθανασουλαίοι, ούτε κατά διάνοια να το σκεπτούμε, οι άν­θρωποι πρέπει να αφεθούν ελεύθε­ροι.

Ερωτ.: Εδώ μας καταγγέλλουν ότι συνεργάζονται με τους Ραλικούς στα Τρίκαλα, είναι αληθινά;

Απαντ.: Και τότε εμείς τι κάνουμε, αν συνεργάζονται δεν θα τους ανακαλύ­πταμε; Οι άνθρωποι από πέρσι το '43 ρίχτηκαν με όλον τον ζήλο να ενισχύ­σουν τον αγώνα και οι κόρες του έγιναν νοσοκόμες. Είχαμε Νοσοκομείο στο Κακοπλεύρι. Αυτοί που κατήγγειλαν είναι σκευωροί εχθροί του αγώνα. Εάν καταλάβαινα το παραμικρό θα τους τακτοποιούσα μόνος μου. Η καταγγελία είναι ψευδή και οργανωμένη σκευωρία.

Ερωτ.: Αυτοί εδώ μας λένε ότι εσύ είσαι ο οργανωτής για να συλλη­φθούν, εδώ δε μας λεν για κανέναν άλλον, όλο Ράπτης ή Τσάκαλο σε λένε.

Απαντ.: Αν έχετε τίποτε αποδεικτικά, έχετε κανένα γραπτό, υπάρχει κανένας μάρτυρας. Αυτοί φυσικά λεν για μένα επειδή είχαμε προσω­πικά και νομί­ζουν ότι όλα από μένα προέρχονται. Από την πλευρά τη δική μου θέλω να ζήσουν να τους απολύσουν, δεν έχουν τίποτε.

Η  συνεδρίαση κράτησε μέχρι αργά το βράδυ. Την επομένη ημέρα το πρωί συνεδρίασε πάλι.

-Τώρα, μου λεν, θα φέρουμε την κόρη του Μαρία εδώ για να τα ακούσεις. Έφεραν την Μαρία. Την ερωτούν  τον γνωρίζεις αυτόν;

-Πως τον γνωρίζω είναι χωριανός.

Ερωτ.: Τόσες μέρες που γίνεται η ανάκριση όλο γι' αυτόν μας λέτε, γιατί λέτε μόνον γι' αυτόν και για κανέναν άλλον; Δεν μπορούσε να απαντήσει.

Λέγω στον πρόεδρο:

-Συναγωνιστή πρόεδρε, πρέπει να γίνει γνωστό στην δεσποινίδα ποιος ή ποιοι κατήγγειλαν.

-Κάθισε εσύ μου λέγει.

Την ερωτά στο χωριό σας έχετε έναν Αθανάσιο Παπαβασιλείου;

Απαντ. Ναι έχουμε είναι δικός μας άνθρωπος.

Ερώτ. Εναν Βασ.Μπακάλη

Απαντ. Έχουμε.

Ο πρόεδρος της λέγει: από τον συναγωνιστή Ράπτη, ουδέν στοιχείο έχουμε σε βάρος σας. Εδώ τίποτε άλλο Ράπτη και Τσάκαλο ακούγαμε. Της λέει φύγε. Βγάζουν την απόφαση απαλλαγή. Από το πρωί, το με­σημέρι τελείωσε η συνεδρίαση.

Μου λέγει ο Δενδρινός, έλα βρε συναγωνιστή σε συγχαίρουμε μας είπες την καθαρή αλήθεια. Θα πας εκεί που μένουν και να τους πεις εσύ ότι απελάγη­σαν.

Έμεναν στο σπίτι του γιατρού Δημ. Νταϊλιάνη. Βγαίνοντας εγώ όλοι περίμε­ναν με αγωνία, Καλαμπακιώτης που ήταν εκεί Παπαχρήστος, Δουρούσης. Με πλησίασε ο Βασ. Δήμος, με ερωτά:

-Τι έγινε; χαμηλόφωνα.

Του λέγω, απελάγησαν.

Εγώ τράβηξα κατευθείαν στο σπίτι του Νταϊλιάνη. Τους είχαν σε ένα δωμά­τιο όλους και περίμεναν την απόφαση. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά η γυναίκα του Νίκου ήταν στην πόρτα όρθια, αφού με είδε γελαστό με αγκαλιάζει και να κλαίει. Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι. Τους λέγω "απαλ­λαγήκατε". Τα ευχαρι­στώ όχι τόσο με ενθουσιασμό ξερό ευχαριστώ.

Το απόγευμα τους ξαναεπισκέφθηκα. Επειδή φοβόμουν τον Έγρυπο και Γα­λάνη όταν θα επέστρεφαν για να μην τους σκοτώσουν τους λέγω:

-Εγώ πιθανόν αύριο να φύγω, εάν θέλετε να έρθετε μαζί μου για την ασφά­λειά σας μη συμβεί τίποτα στο δρόμο.

Ναι μου είπαν. Την άλλη ημέρα το μετάνιωσαν άνθρωποι καχύποπτοι και φθονεροί δεν είχαν εμπιστοσύνη.

Συναντηθήκαμε με τον Δενδρινό. Πάμε στο αρχηγείο να γνω­ρίσεις τον στρατηγό Φλούλη και λοιπούς. Πήγαμε με συνέστησε ο Δενδρινός ο στρατη­γός δια χειραψίας με χαρά. Με ρωτά το χωριό Κουτσούφλιανη πόσο μακριά είναι. Τους είπα 5 ώρες. Με ρωτά, μή­πως γνωρίζεις τίποτε για τα χωριά αυτά και ιδιαίτερα για την Κου­τσούφλιανη. Εγώ, τους λέγω, συγκεντρώνω μόνον πληροφορίες από τις κινήσεις των Γερμανών. Υπάρχει μια δύναμη φυλακίων από τον Κορυδαλλό έως στο χωριό Κορασιά Μουργανή - όχι την Κουτσού­φλιανη.

- Σ’ αυτό το χωριό Κουτσούφλιανη μαθαίνουμε πως πολύ οργιάζουν. Τα έχουν ένα με τους Γερμανούς και ουδεμία ενίσχυση έδωσαν στον  ΕΛΑΣ. Τι να συμβαίνει;

- Δεν γνωρίζω, τους λέγω, είναι ξένη περιφέρεια.

- Άκουσε, μου λέγει, έχει παρθεί απόφαση να το κάψουμε το χωριό αυτό. Μπορείς εσύ να μας φέρεις πληροφορίες;

- Το τι συμβαίνει θα το μάθατε εάν μου δώσετε πίστωση χρόνου. Θα σας φέρω ακριβείς πληροφορίες.

- Σου δίνουμε μια εβδομάδα. Θα αναβάλλουμε την απόφαση έως ότου μας φέρεις πληροφορίες.

- Μείνετε ήσυχοι θα γίνει - είδα γέλασαν, όταν είπα θα γίνει - μετά πεποιθή­σεως.

Βγήκαμε με τον Δενδρινό έξω, αφού πρώτα τους χαιρετήσαμε. Λέγω στον Δενδρινό:

- Συναγωνιστή ποια είναι η κατηγορία του παπά και Δουρούση;

- Άκουσε, μου λέει, μην κάμεις καμία συζήτηση γι' αυτούς αυτοί θα εκτελε­σθούν. Πανικοβλήθηκα. Μα σωστά το λες; ο παπάς ο πρωτο­πόρος στην επανάσταση μας ευλόγησε τα όπλα και πρώτος οργανω­τής.

- Ε! πόσοι πρωτοπόροι βγήκαν και μετά το στρίψανε. Ας μη συζητάμε άλλο περί παπά, εσύ θα κάμεις αυτό που σου είπανε. Άντε γεια και περιμένουμε.

Ο Μήτσος Νταιλιάνης γιατρός μου λέγει, αν γνωρίζω τίποτα για τον παπά;

- Γιατρέ του λέγω είπα αλλά με απέκλεισαν συζήτηση. Είναι επικίν­δυνο να σκοτωθούν.

Στενοχωρήθηκε. Φεύγω κατά το μεσημέρι και δε θυμάμαι πως το βράδυ έφθασα στο χωριό. Το απόγευμα είχα φθάσει στο Αγιόφυλλο. Στη θέση Αλέξι εκεί ήταν και έδρα του τάγματος εφεδρικό εκεί που είχε στήσει το σφαγείο ο Έγρυπος, ο κακούργος. Ο δάσκαλος Χανιώ­της ήταν καθισμένος κάτω από ένα κλαρί. Με ρωτά πολύ σιγά τι έγι­ναν οι Αθανασουλαίοι. Εντά­ξει του λέγω.

Να και ο Γαλάνης.

- Τι έγινε Μήτσο με τους Αθανασουλαίους;

- Κωστάκη μου απελάγησαν.

Κούνησε το κεφάλι δεν είπε τίποτα. Με τρόπο ο Αθανάσιος Παπάρος μου λέγει, είπε ο Έγρυπος ότι θα τους καθαρίσει την επιστροφή, πρό­σεχε να μην σου φύγει κουβέντα. Ευχαριστώ Θανασάκη μου. Εκείνη την στιγμή έρχεται ο παπάς του χωριού μου κάνει παράπονα ότι με τον Γαλάνη δεν τα πάμε καλά.

Του λέγω, τι έχετε να μοιράσετε; Φωνάζω τον Γαλάνη.

-Τι έχετε με τον παπά-Κώστα;

Μου λέγει, ο παπάς έκλεψε κάτι μαλλιά. Γυρίζω το βλέμμα στον παπά.

- Τι λέγει ο παπα-Κώστας.

- Έλα, μου λέγει, να πάμε στην καλύβα, έχω κάτι μαλλιά τα βρήκα από πρό­βατα που τα είχαν φάει οι λύκοι.

- Πήγαινε, λέει, ο Γαλάνης να δεις.

Πήγαμε στην καλύβα του παπά. Μου δείχνει κάτι πλοκάρια δεν ήταν από λύκους, κάποιος από γειτονικό χωριό τα είχε κρυμμένα και τα πήρε ο παπάς.

Λέγω του Γαλάνη εδώ κατεστράφησαν ολόκληρες περιουσίες, μη το συζη­τάτε μας κοροϊδεύει ο κόσμος. Για τον παπά που μιλώ λέγεται Αθανάσιος Πούλιος, ιερεύς Αγιοφύλλου. Το έχω γράψει και παρα­πάνω που πήρε μέρος στην μάχη Οξύνειας

Εμένα με έτρωγε η ιδέα να φύγω γρήγορα και με τι τρόπο να ειδο­ποιήσω τους Αθανασουλαίους να μην έρθουν προς τα χωριά μας.  Θυ­μάμαι καλά βασίλεμα ηλίου έφτασα στο χωριό μου. Ο παπα-Νίκος έβγαινε από την εκ­κλησία, κανένας άλλος κάτοικος δεν ήταν. Μου λέγει ο παπάς:

-Καλώς τον Μήτσο.

-Καλησπέρα παπά.

- Παπά, βαστάν τα κότσια σου θα σου πω ένα επικίνδυνο μυστικό;

-Ξέρω βρε Μήτσο δε με αφήνεις εμένα;

Ακριβώς την ώρα εκείνη να ο γαμπρός του Αθανασούλα Θεόδωρος Ζα­μπαρδούκας.

Με ρωτά, τι γίνεται Μήτσο, τι έγιναν οι δικοί μου;

- Θεόδωρε, του λέγω, οι δικοί σου απελάγησαν, το θέμα είναι αλλού. Πέ­ρασα από το Αγιόφυλλο, το έμαθε ο Έγρυπος και είπε τώρα που θα έρθουν προς τα εδώ να τους καθαρίσουν. Πρέπει να ειδοποιηθούν γιατί αύριο θα αργά και είναι έτοιμοι να έρθουν.

- Τι να κάνουμε, Μήτσο;

- Εκείνο που είναι να πας μόνος σου και να τους πάρεις στα Γρεβενά και να φύγετε από την τυροκουκιά όχι από το Αγιόγυλλο και να μην γυρίσουν στο χωριό δε μπορώ να τους φυλάξω.

- Πως να πάω φοβάμαι.

- Φοβάσαι δε φοβάσαι θα πας.

- Αν με πιάσουν στο δρόμο;

-Θα σε τακτοποιήσω με άδεια.

-Αχ δε μπορώ και να περπατήσω.

- Θα σε δώσω και ζώο, αλλά θα περάσεις κάτω από το Αγιόφυλλο. Θα πά­ρεις όλο την ποταμιά θα βγεις στο γεφύρι Ψείρα. Εκεί μπορεί να βρεις αντάρτες, άμα ιδούν την άδειά μου δε θα σε πειράζουν.

Έτσι και έγινε. Τους πήρε και τους πήγε στα Γρεβενά έμειναν εκεί μέχρι την απελευθέρωση. Αφήνω και τον Ζαμπαρδούκα να τα πει τα υπόλοιπα επειδή ζει.

Γράφω παραπάνω για την ηρωίδα Ανδρομάχη. Αυτή αγωνίσθηκε για όλους μέρα παρά μέρα ερχόταν να με συναντήσει για να μάθει για τον Αθανα­σούλα. Τα πράγματα τα πήραν χωρίς να τους αφαιρεθεί τίποτα.