Άρης Βελουχιώτης

15 Φλεβάρη 1945

 Ξεκινήσαμε από Καστανιά προς Τρίκαλα για την παράδοση όπλων. Επικρατούσε ένας μαρασμός μια απογοήτευση. Η ερώτηση ήταν τι θα γί­νουμε, ούτε στα χωριά μας είναι να μένουμε. Από Κα­στανιά Τρίκαλα πεζοί παραδώσαμε, εμείς καταφρονημένοι και οι αντίπαλοι γλεντούσαν. Αφού η παράδοση τελείωσε χωρίσαμε με τα παιδιά με τα δάκρυα στα μάτια.

Βγήκα στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων. Βλέπω το Γεώργιο Αθα­να­σούλα. Από τον Ιούλιο '44 που έγινε το δικαστήριο στον Κονισκό, ούτε ξα­ναειδωθήκαμε. Εγώ μόλις τον είδα σκεπτόμενος ότι όσα έκαμα γι' αυτούς θα αναγνωρίσουν. Αφού πλησίασα πήγαινα προς την παρέα τους που κάμανε βόλτα στην πλατεία, περίπου 15 μέτρα από­σταση. Σηκώνει το χέρι και λέγει:

- Έλα καπετάνιε, εσύ στρίβεις το μαχαίρι στην καρδιά.

Τότε το αίμα έφτασε στην καρδιά. Με φωνή αγανάκτησης:

- Πτου σου άτιμε, πτου εγκληματία, φύγε άτιμε, πρόστυχε ου! να μου χα­θείς.

Όπως ερχόμασταν κατά μέτωπο γυρίζουν και φεύγουν από την πλα­τεία. Η πλατεία γεμάτη σταμάτησαν όλοι και κοιτούσαν. Εγώ περί­μενα να μου πει ευχαριστώ. Ποτέ δεν περίμενα να έχει το μίσος αυτό.

Κατηγόρησα τον εαυτόν μου. Είμαι εγώ εγκληματίας που τους άφησα για να μη σε σκοτώσουν. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι θα με κυνηγήσουν και αν τους δοθεί η ευκαιρία θα με καθαρίσουν, τόσο αυτός όσο και ο ανι­ψιός του δικηγόρος Ηρακλής Παπαθανασιάδης.

Συνάντησα τον Κώστα Παπαδόπουλο Δασονόμο και του είπα, αυτό κι αυτό με τον Αθανασούλα. Μου λέγει ανταμώσαμε μαζί του και είπαμε για σένα. Η κακία είναι μεγάλη θα σε αδικήσουν. Βρήκα τον Ηρακλή Παπαθανασιάδη. Του είπα για σένα και αυτός εναντίον σου. Του είπα πολλά τίποτε ανένδο­τος. Εχω τον Δ/ντή χωροφυλακής του. Θα το πω αλλά τον έχει (όχι τον Κούρτη άλλο όνομα δεν το θυμάμαι πάντως πολύ σκληρός τον έχουν αυτοί στα χέρια). Το βράδυ με πήρε ο Παπα­δόπουλος στο σπίτι του, χαρά η γυ­ναίκα του τα παιδιά του, ο άνθρω­πος που τα αναγνώρισε όλα.

Την άλλη ημέρα έφυγα για το χωριό. Πέρασα από την Καλ/κα. Μας είπαν θα πάρετε από 40 οκάδες καλαμπόκι και 40 κριθάρι. Επιμελητές ήταν ο Νί­κος Μηγδάνης και Γιάννης Καμπίσιος από Λάρισα. Αυτοί τα σκότωσαν όλα και μας λένε δεν υπάρχει άλλο.

Καθίσαμε στα σπίτια μας μέχρι τον Απρίλη. Αρχές Απρίλη μαθαίνουμε ότι βγήκαν μπουραντάδες. Συλλαμβάνουν χτυπάν και πολλά άλλα. Αρχί­σαμε να μη μένουμε στο χωριό. Φυλαγόμασταν, εί­χαν μείνει μερικοί που δε παραδόθηκαν, όπως ο Ζαραλής, Γαλάνης κ.λ.π. είχαν και λίγο το φόβο οι μπουραντάδες.

 Για τον Άρη Βελουχιώτη

 Στις 15 Μαΐου 1945 ο Άρης ήρθε στο χωριό μου Σταγιάδες. Με ειδο­ποιούν ότι ήρθαν αντάρτες και σε ζητούν. Εγώ αμφέβαλα μή­πως καμιά πλε­κτάνη. Από φράχτη σε φράχτη επιφυλακτικά πλησίασα. Ήταν στην πλατεία. Έδειχναν για αντάρτες. Τους πλησίασα κοντά, με είδαν μου λεν:

-Έλα μην φοβάσαι.

Συναντηθήκαμε, με πιάνει ο Άρης από το χέρι δεν τον γνώρισα.

- Καλά μου λέει, δεν με γνωρίζεις;

Του λέω δεν σας γνωρίζω.

- Ο Άρης είμαι.

- Αρχηγέ μου, με συγχωρείς είστε ξυρισμένος γι' αυτό δεν σας γνω­ρίζω.

Είχε 30 παλικάρια διαλεγμένα ένα, ένα. Μου λέει:

- Θα μπορέσουμε να δώσουμε τα παιδιά να φάνε τίποτε; Είμαστε νη­στικοί.

Βγήκαν χωριανοί, συγκέντρωσαν ψωμί, τυρί ότι μπόρεσαν. Συναγω­νιστή Μήτσιο θα βρούμε έναν άνθρωπο να ειδοποιήσουμε το Ζαραλή να έρθει εδώ.

 Του λέγω:

- Αρχηγέ μου είναι δύσκολα να βρούμε, γιατί έπειτα από αυτά που ακούν άρχισαν να μην μας πλησιάζουν και εμάς.

- Τον ειδοποίησα εγώ αλλά δεν ξέρω αν του το πουν.

Εκεί που τα λέγαμε να και ο Ζαραλής.

Του λέγει σου είπαν;

- Ναι, λέγει ο Ζαραλής.

Μας παίρνει και καθόμαστε στα σκαλιά του σχολείου. Μας είπε ότι ο αγώ­νας προδόθηκε από την ηγεσία, Σιάντος κ.λ.π. Ο λαός και οι αγω­νιστές θα χτυπηθούν άσχημα. Πολλούς θα μας σκοτώσουν. Θα γεμί­σουν φυλακές και θα ατιμάσουν τις γυναίκες μας, τα κορίτσια μας.

 Η Ελλάδα έπεσε στο δυτικό μπλοκ. Ο χειρισμός κακός και προδοτι­κός. Πρώτον συμφωνία του Λιβάνου για κυβέρνηση εθνικής ενότη­τας. Εθνική προδοσία, παρά τις αντιρρήσεις μου να μην πηγαίνουμε στο Λίβανο, να έρ­θουν αυτοί εδώ. Εμείς είμαστε στην Ελλάδα πολε­μάμε και σκοτωνόμαστε. Δεν εισακούστηκα, το έκαμαν. Εφόσον τους τύλιξαν υπέγραψαν την κατα­δίκη του Ελληνικού λαού. Υπογράψαμε να είναι προστάτες τα συμμαχικά στρατεύματα, δηλαδή όποιο εκ των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων δηλαδή ΕΑΜ ΕΛΑΣ - Ζέρβα ΕΔΕΣ ή ταξιαρχία Ρίμινι έρθουν σε ρήξη θα επέμβουν τα συμμαχικά στρα­τεύματα. Δώσαμε το δικαίωμα στους Άγγλους να ρυθμί­σουν τα δικά μας προβλήματα και ερωτώ ποιόν θα βοηθούσαν οι Άγγλοι; προφα­νώς τον Γλίξμπουργκ και τα τάγματα ασφαλείας του Ζέρβα κ.λ.π.

Έγιναν τα Δεκεμβριανά εμένα με τον Σαράφη μας έστειλαν στο Μέ­τσοβο να χτυπήσουμε το Ζέρβα. Δεν μας κράτησαν στην Αθήνα. Εάν ήμουν εγώ και ο Σαράφης στην Αθήνα για τρεις μέρες θα την κατα­λαμβάναμε την Αθήνα.

Τρίτο, έγινε η άλλη προδοσία στη «Βάρκιζα» για την παράδοση των όπλων. Συμφώνησαν, οι μεν ηθικοί αυτουργοί αμνηστεύονται, θα δι­κάζονται οι φυ­σικοί αυτουργοί. Βγάλανε τον εαυτό τους ως υπεύθυνοι και τα ρίξανε στους εκτελούντες εντολές ή διαταγές. Επειδή όλα αυτά που έγιναν εγώ σαν Άρης δεν τα δέχτηκα και ούτε παρέδωσα τα όπλα μου, για τον λόγο αυτόν πρέπει τώρα προτού οργανωθούν και μας επιστρατεύσουν τα παιδιά μας, να οργα­νωθούμε τώρα που έχουμε οπλισμό προτού μας τον πάρουν. Αυτοί που γνω­ρίζουν που τα έχουμε θα τα παραδώσουν έπειτα από βασανιστήρια ή να φα­νούν πως είναι με αυτούς. Λοιπόν σας τα εξήγησα όλα ένα, ένα. Περιμένω το Ζαχα­ριάδη αν και αυτός δε νομίζω πως θα  συμφωνήσει με αυτούς. Ήρθα από εδώ αν θέλετε να με ακολουθήσετε να οργανώσουμε το νέο αντάρτικο τώρα που είναι ακόμη ανοργάνωτοι. Πείτε μου τι θα απο­φασίσετε, ώστε να καθορίσουμε τους τομείς για να αναλάβετε την οργάνωση. Αν έρθετε θα φύγουμε μαζί. Να οργανώσουμε το δίκτυο, το αρχηγείο και μετά θα πάρει ο καθένας τον τομέα του.

Ο Ζαραλής κοιτούσε εμένα κι εγώ τον Ζαραλή. Η απόφαση πάρθηκε να ακο­λουθήσουμε. Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς τα βουνά της Πίνδου. Βαδί­σαμε περί τις τρεις ώρες. Φτάσαμε στο βουνό Βίγλα σύ­νορα Πριόνια - Κα­ταφύγη Γρεβενών και Κακοπλευρίου. Καθίσαμε να ξεκουραστούμε όταν ακούμε μία φωνή, Ράπτη, Ράπτη! Έκαμε έναν μορφασμό ο Άρης, δεν μπορώ να τον περιγράψω.

- Έφτασαν τα καθάρματα.

Αυτοί συνέχιζαν να φωνάζουν το δικό μου όνομα όχι του Ζαραλή.

- Πήγαινε να δούμε τι θα σου πουν. 

Αυτοί δεν πλησίασαν τον Άρη να του πουν. Έμειναν περί τα 150 μέ­τρα μα­κριά. Πήγα βλέπω τον δάσκαλο Μπλούτσο από το Καστράκι, τον άλλον δεν τον γνώρισα, μάλλον ήταν ξένος. Μου λέγει ο Μπλού­τσος:

- Που πάτε;

Του είπα πως πέρασε ο Άρης κ.λ.π.

- Καλά δεν το γνωρίζεις πως ο Άρης δεν πειθάρχησε στην απόφαση του κόμματος και κάμει του κεφαλιού του; Γυρίστε πίσω πάρε τον Ζαραλή διότι θα πάτε χαμένοι. Ο Άρης είναι αποκηρυγμένος. Μην το λες ότι αποκηρύ­χτηκε μπορεί αυτήν την στιγμή να αυτοκτονήσει. Εσύ θα τους πεις μόνον ότι θα αγωνιστούμε ειρηνικά πολιτικά όχι με ένο­πλο αγώνα.

Γύρισα στον Άρη.

- Τι σου είπαν;

- Αρχηγέ, μου είπαν πως δε θα κάνουμε ένοπλο αγώνα, αλλά αγώνα ειρη­νικό.

- Καλά φύγετε είπε, καταστενοχωρημένος.

Μου είχε πει ο Μπλούτσος, πες του άμα θέλει να πάει στο Μπούλκης στην Σερβία εκεί που είναι και άλλοι πολλοί δικοί μας. Του λέγω κι εγώ με το πολύ μυαλό,

- Αρχηγέ μου δεν πάμε και ’μείς στο Μπούλκης που είναι κι άλλοι;

Τι ήταν αυτό που του είπα αγρίεψε και μου λέγει.

- Στο Μπούλκης πηγαίνουν οι προδότες, ο Άρης θα πεθάνει στην Ε Λ Λ Α Δ Α....... Φύγετε, φύγετε ...

Σηκωνόμαστε με τον Ζαραλή να φύγουμε. Ο Μπλούτσος με τον άλλον εξα­φανίστηκαν, δεν μας περίμεναν. Εμείς όπως καταλάβαμε φοβήθη­καν από τις φωνές του Άρη.

Αυτή είναι η πραγματικότητα του Άρη και όχι αυτή που γράφουν πως ο Άρης πέρασε τα Τρίκαλα και κατευθύνθηκε προς το Κόζιακα.

 Ο Άρης σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε, δε γνωρίζω. Γνωρίζω πως το πρώτο παλικάρι της ΕΛΛΑΔΟΣ δολοφονήθηκε, αλλά από ποιους, βγάλτε μόνοι σας το συμπέρασμα.

Ο Δάσκαλος Χρ. Μπλούτσος ήταν γραμματεύς του Κομμουνιστικού Κόμμα­τος επαρχία Καλ/κας.

Όλο το καλοκαίρι του '45 το περάσαμε ως επί το πλείστον στο δά­σος. Είχαμε πριόνια, βγάζαμε χρήσιμη ξυλεία. Τον Σεπτέμβρη '45 ήρθαν δύο Αθηναίοι. Τα μικρά του ονόματα θυμάμαι, Θέμης και Γιώργος. Ήρθαν στο χωριό μου Σταγιάδες συστημένοι. Με ζήτησαν. Μου λεν είμαστε από την Αθήνα, ερχόμαστε συστημένοι για σένα. Εμείς θέλουμε να αγοράσουμε περί τα είκοσι κυβικά ξυλεία πριστή. Που μπορούμε να βρούμε;

Τώρα τι διάβολο να είναι αυτοί.

Μου λεν μην φοβάσαι είμαστε και εμείς από το ίδιο σόι.

Τέλος τι θα έκαμα, τους λέγω.

- Ξυλεία μόνο στο χωριό Καταφύγι Γρεβενών.

- Είναι μακριά;

- Περίπου τρεις ώρες.

- Θα έρθεις μαζί μας και θα πληρωθείς.

- Η ώρα είναι αργά πια, αύριο πολύ πρωί πηγαίνουμε.

- Εντάξει.

- Αλλά δεν θα μείνουμε στο χωριό, θα βγούμε έξω να μείνουμε έχουμε και φαγητό.

Ήμουν σε ιδέα. Από τα πολλά πήρα απόφαση να βγούμε έξω. Βγή­καμε από πάνω από το χωριό θέση Σκιαδάρη, ανάψαμε φωτιά φά­γαμε, αλλά εγώ δεν κοιμήθηκα. Αυτοί ήταν κουρασμένοι, κοιμήθη­καν. Ξημέρωσε η μέρα. Παίρ­νουμε το δρόμο. Φτάσαμε στο χωριό. Ξυλεία είχε ο Δημητράκης Σακοράφας. Τον βρήκαμε και συμφωνή­σαμε. Χρειάζονταν αυτοκίνητα για φόρτωμα. Ειδοποίησαν στην Καλ/κα ήρθαν τέσσερα αυτοκίνητα. Ο Νικηφόρος Γίδας, ο Σωτήριος Γίδας και ο Νικ. Χειράκης. Φορτώσαμε φτάνουμε στην Καλ/κα. Δεν προλάβαμε το Δασαρχείο να θεωρήσουμε τα πρωτόκολλα.

- Εμείς θα πάμε στα Τρίκαλα και θα σε περιμένουμε εκεί, θα πάμε στην Αθήνα μαζί.

Το βράδυ πήγαμε στο εστιατόριο του Κώστα Γίδα να φάμε μαζί με τους οδηγούς. Έρχεται ένας υπονοματάρχης στην παρέα μας, του προσφέρουν κρασί τα παιδιά, δεν τον γνώριζα προσωπικώς, όταν άκουσα Στάθης μά­θαινα πως ήταν βασανιστής. Με ρωτά:

- Πού θα μείνεις, καπετάνιε;

Γι' αυτό χρειάζεται στροφή το μυαλό. Έπρεπε να πω αλλού και να πη­γαίνω αλλού.

Του είπα, στο Γιάννη Μπαντέκα.

Σηκώνεται φεύγει.

Λέω στους φίλους την παρέα, δεν πάμε μαζί μέχρι το σπίτι μην τυχόν μου κάμουν τίποτε;

-Όχι, μου λεν. μην φοβάσαι, ήρθε να πιει κανένα κρασί..

Κατεβήκαμε μέχρι το Σφήκα μαζί. Χωρίσαμε προτού φτάσω στο σπίτι. Στο κτίριο του Βούζα, ο Στάθης με δύο χωροφύλακες με συλ­λαμβάνουν.

Με παίρνουν από εκεί και με πηγαίνουν έξω από το μαγαζί του Αθα­νασούλα. Τότε η οικογένεια Αθανασούλα έμειναν στο μαγαζί. Η κυ­κλοφορία από τις 10 το βράδυ απαγορευόταν. Λέγει ο Στάθης τους χωροφύλακες, φύγετε εσείς και θα τον τακτοποιήσω εγώ. Έφυγαν οι χωροφύλακες.

-Εδώ θα τα πληρώσεις όλα, πόσους σκότωσες μαρτύρησε, δεν του απα­ντούσα.

-Πες βρε πούσταρε, θα πεθάνεις απόψε, μίλα πόσους;

- Ρώτησε αυτούς από μέσα να σου πουν, αυτοί που σε βάλανε.

Με βουτά με το αριστερό του χέρι από το λαιμό με σφίγγει για πνί­ξιμο, με το δεξί του χτυπούσε με την γκλίτσα,.

- Πες πόσους σκότωσες και χτυπούσε, δεν είπα ούτε ένα ωχ! για να μην γίνει η καρδιά των εχθρών μου Αθανασουλαίων.

Εφόσον είδα ότι κινδύνευα τον βουτάω από την γραβάτα με το δεξί χέρι βουτάω και την γκλίτσα τον σέρνω προς τα κάτω. Τον έσφιξε η γραβάτα ήταν και μεθυσμένος. Περδικλωνόμαστε από κάτι τούβλα, πέφτουμε κάτω σηκωνόμαστε στα ίδια. Όπως ήμασταν πιασμένοι κα­τάλαβα πως τα είχε χά­σει. Τον σέρνω ξαναπέφτουμε σηκωνόμαστε στα ίδια τον πλησίασα στο μα­γαζί του Βούζα, εκεί ήταν ένας τοίχος 2 μέτρα ύψος, δηλαδή να το καταλά­βετε ήταν στήριγμα από πάνω ίσιο από κάτω 2 μέτρα, θα τον τραβήξω εκεί. Τον τραβώ πέφτουμε και οι δύο κάτω. Εγώ προς τα αριστερά, αυτός προς τα δεξιά, ελεύθεροι. Η γκλίτσα έμεινε στα δικά μου χέρια. Εφόσον ελευθερώ­θηκα το δίνω στα πόδια ώσπου να σηκωθεί να βρει σφυρίχτρα έπιασα στο άλλο του Βούζα το σπίτι, άκουγα σφύριξε.

Έπιασα τους πρόποδες του Αγ. Στεφάνου. Τα αίματα έτρεχαν από την αρι­στερή μεριά του προσώπου μου. Κρύο, άρχισα να πονώ, παίρνω απόφαση να πάω απάνω από την Καλ/κα ήξερα πως είχε αχυρώνες. Την πρώτη που βρίσκω κοιτώ από τις χαραμάδες της πόρτας ήταν λίγο φωτιά, χτυπώ την πόρτα ήταν ο Θωμάς Στάλιας πατέρας του Αλέκου Στάλια που τον είχα στην πολιτοφυλακή και αυτός με γνώρισε γιατί πολλές φορές πηγαίναμε στο σπίτι του.

- Μήτσιο τι έπαθες τι χάλια είσαι;

- Βάλε Θωμά φωτιά κρύωσα.

Έβαλε φωτιά ζεστάθηκα. Ήθελε να μου καθαρίσει τα αίματα. Όχι, του λέγω, αύριο στην πόλη να δουν τα έργα, είχε δοθεί διαταγή να μη κά­μουν συλλή­ψεις (παρέλειψα, πρώτα με έγδυσε μου έβγαλε το παλτό, το σακάκι. Εκεί είχα και τα πρωτόκολλα, κάτι λεπτά, έμεινα με ένα πουλόβερ).

 Έγινε μέρα, κατέβηκα στην πόλη, όπως ήμουν με τα αίματα και γυ­μνός. Οι Καλαμπακιώτες το είχαν μάθει και ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία έξω από το καφενείο το Φάλλα. Με είδαν. Οι ανεξάρτη­τοι από φρονήματα, δια­μαρτύρονταν.

- Γιατί να γίνονται αυτά τα πράγματα να φύγει ο Στάθης από την υπο­διοί­κηση.

Ήρθαν χωροφύλακες να διαλύσουν τον κόσμο, τους διέλυαν κι αυτοί πάλι μαζεύονταν. Ήρθε ο Δ/ντής. Φωνές, φύγετε. Με ρωτά:

- Γιατί σε χτύπησε ο Στάθης;

- Ρωτήστε αυτόν να σας πει γιατί με χτύπησε.

- Τι σου έχει πάρει;

- Το παλτό, σακάκι, λεπτά, χαρτιά.

Έστειλαν έναν χωροφύλακα και μου τα έφερε, τα λεπτά έλειπαν. Μου λες ψέματα, λες λεπτά δεν είχες.

- Καλώς.

Έρχεται πάλι ο Δ/ντής.

- Σου τα φέρανε τα ρούχα;

- Ναι.

- Τώρα που θα έρθει ο Ανιπάτης θα τον διώξω τον Στάθη.

Οι οδηγοί ήταν απέναντί μου. Περίμεναν τα χαρτιά. Ξανάρχεται ο Δ/ντής.

- Δεν ήξερα ποιος είσαι, εγκληματία θα σε πάρω στο τμήμα και θα σε κάμω 100 φορές περισσότερες από ότι σου έκαμε ο Στάθης. Λοιπόν δώσε τα χαρ­τιά.

Τα έδωσα στους σωφέρηδες, ερωτάν εντάξει;

-Εντάξει λέγουν φύγετε.

Άκουσε μου λέγει από εδώ και κάτω, δεν θα κάμεις βήμα από εδώ και επάνω. Λέγει τους χωροφύλακες θα τον βγάλετε μέχρι τον Προφήτη Ηλία και τώρα γρήγορα να ξεβρομίσει από εδώ μέσα.

Με βγάλανε στην Προφήτη Ηλία. Σκέφτηκα να κατέβω την ποταμιά. Λεπτά δεν είχα και δεν ήξερα αν θα τους έβρισκα τους Αθηναίους. Στον κάμπο δρουν ομάδες Τσανούληδες κ.λ.π.. Εξαναγκάσθηκα να βγω στο χωριό. Μας οδηγούσαν στα βουνά για να σωθούμε. Δού­λευαν για τον εμφύλιο.

Αυτά είναι επίσης τα έργα των Αθανασουλαίων και Παπαθανασιάδη. Δεν με άφησαν να φύγω στην Αθήνα ήθελαν να με σκοτώσουν.