Οκτώβριος 1944

Μήνας Οκτώβριος 1944 - 14 του μηνός

  Οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να φύγουν. Παίρνουμε εντολή να πιάσουμε κατά μήκος του δρόμου Καλ/κας Ιωαννίνων άπαντα τα τμήματα εφεδρικά μόνιμων και πολιτοφυλακή. Εγώ με τους άνδρες πιάσαμε το χωριό Κορυ­δαλλός. Οι Γερμανοί ανατίναξαν την γέφυρα μεταξύ Κορυδαλλού - Κου­τσούφλιανης όσο από την Καλ/κα τόσο και στον κάμπο πιάστηκαν από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Τα φυλάκια από Καλ/κα μέχρι τον κάμπο του Δεσπότη έβαναν πυρά συχνά. Ήταν οι τελευταίες σφαίρες των Γερμανών. Μας χαιρε­τούσαν με τον τελευ­ταίο και ο τελευταίος τους τον θάνατον.

Προτού φέξει δύο ώρες περνούσε και η τελευταία μπότα γερμανική έφευγε για πάντα. Μπήκαμε πρώτοι στο χωριό Κουτσούφλιανη ενώ όλα τα χωριά γλεντούσαν, το χωριό αυτό μέσα ταμπουρωμένοι στα σπίτια περισσότερο φόβο από εμάς παρά από τους Γερμανούς.

Χτυπάμε την καμπάνα στέλνω τα παιδιά να τους βγάλουν από τα σπί­τια.

Ένας ένας συγκεντρώθηκαν στο κέντρο του χωριού. Πρώτοι ήρθαν ο πρόε­δρος ο Κουτηλέκος Μαλακασιώτης, ο Πάλλος χαιρετηθήκαμε. Αυτούς τους είχα γνωρίσει όπως γράφω παραπάνω. Τους μίλησα. Ήταν πολύ φοβισμένοι.

Είπα την στιγμή που πάτησε η πολιτοφυλακή στο χωριό και με έδρα το χω­ριό σας δεν πρόκειται να σας θίξει κανένας. Εάν κανείς έχει τί­ποτε επιβαρυ­ντικά τώρα έγινε κράτος θα περάσει και από τη δικαιο­σύνη. Ακόμη και Ιω­άννης Μάστορας αν παρουσιασθεί και αυτός να μη φοβηθεί, εφόσον εξακρι­βώσουμε ποιοι λόγοι τον εξανάγκασαν να πάει στους Γερμανούς.

Μου λεν αν τον βρούμε θα του πούμε.

Εν πάση περιπτώσει ο Μάστορας έφυγε με τους Γερμανούς και εκεί που θα πηγαίνει δεν σας το λέγω τώρα θα σας το πω αργότερα (δη­λαδή στον Ζέρβα). Τελειώνοντας το λόγο τους είπα ας ζητωκραυγά­σουμε, Ζήτω η Ελευθερία, Ζήτω το ΕΑΜ, Ζήτω το ΕΛΑΣ. Οι φωνές φτάνουν μεσουρανίς.

-Πάτε, φάτε, πιείτε, γλεντάτε.

Πήραν λίγο θάρρος. Κατά της 10 η ώρα ήρθαν και οι υπεύθυνοι οι οποίοι βρίσκονταν στο Αμπελοχώρι με τους αντάρτες. Εκεί είχαν το στέκι τους ο Γεώργιος Ζιώγος επικεφαλής υπεύθυνος τους ΕΑΜ, ο Ν. Μουχίκας, ο Κώ­στας Πάπας. Χαιρετηθήκαμε, συστηθήκαμε. Τα ονό­ματά τους τα γνώριζα, στην φάτσα δεν τους γνώριζα. 

Ο Ζιώγος μου λέγει πρέπει να συζητήσουμε μεταξύ μας, να πάμε στο γρα­φείο. Που το έχω το γραφείο, εμείς είμαστε νηστικοί δύο μέρες. Οι κάτοικοι όλου του χωριού πάγωσαν. Είπαν θα ψάλει αυτός τώρα.

-Έχω εγώ, λέει, ένα δωμάτιο μοναχό να πάμε.

 Πήγαμε. Βγάζει από το σακάκι του περί της 15-20 κόλλες αναφοράς και είχε ονόματα. Τι έκαμε ο καθένας, κατηγορητήριο.

Του λέω, δεν μπορώ να τα διαβάσω τώρα, άφησέ τα να τα διαβά­σουμε με τα παιδιά και τα ξαναλέμε.

Τα πήρε και τα έβαλε στο ζυπάνι του. 

Μου λέγει, πρέπει να συλληφθούν επτά άτομα και να εκτελεσθούν, διότι συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και Γερμανούς.

Μόλις άκουσα να εκτελεστούν αμέσως, για μια στιγμή έμεινα χωρίς να απα­ντήσω.

-Δε μου λες, του λέω, πως από σήμερα έγινε κράτος. Εάν έχεις επιβα­ρυντικά στοιχεία να υποβάλλεις μήνυση και αν προκύψουν αληθινές οι καταγγελίες θα τους συλλάβω και θα τους στείλω στα Τρίκαλα να περάσουν από δικα­στήριο. Όχι, να πιάσουμε τον κόσμο να τον εκτε­λούμε γιατί το θέλω εγώ και εσύ.

-Προσέχετε του λέγω μην τολμήσετε και συλλάβετε κανέναν, θα έχετε να κάνετε με εμένα.

- Καλά λέγει και φεύγει.

Οι χωριανοί περίμεναν με τι βλέμμα θα με δουν. Δεν τους έδειξα κα­μία ιδέαν αμφιβολίας.

 Λέω τους χωριανούς, πρέπει να γίνει γλέντι. Να χαρούμε πρώτον την λευ­τεριά και δεύτερον να γίνει μία συμφιλίωση όλων των κατοίκων. Θα πρέπει να πάρει μέρος όλο το χωριό και να αφήσουμε τα προσω­πικά. Φωνές το χω­ριό ναι, ναι. Στέλνω να φέρουν τον Ζιώγο. Ήρθε και ειρωνικά μου λέει,

- Τι με θέλεις καπετάνιε;

- Άκουσε του λέγω αύριο θα αφιερώσουμε την ημέρα χαράς και αγά­πης πρέπει να μην λείψουμε κανένας.

- Ναι, μου λέγει, δεν θα κάνουμε και τραπέζι; Εμείς δεν μπορούμε να πούμε τέτοιο πράγμα αυτό είναι δουλειά δική σας.

Μου λέει έχω μίαν προβατίνα θα την στείλω να την κόψουν. Θέλουν ψητό θέλουν βραστό το κάμουν. 

- Εντάξει, του λέγω, έγινε.

Ξημέρωσε η άλλη ημέρα. Πήγαμε στην εκκλησία, κάναμε δοξολογία, μιλή­σαμε όπως ο δάσκαλος, Δ. Πούλιος του χωριού. Συγκεντρώθηκαν στο κατά­στημα Γεωρ. Παπανίκα. Ο Ζιώγος με την κλίκα του δε φά­νηκε, ούτε στην εκκλησία ούτε στην πλατεία, ούτε την προβατίνα την έφερε. Ήρθα αντιμέ­τωπος με τους αριστερούς Ζιώγο, Μουχίκο, Παππά κ.λ.π., εδώ που έπεσα λέγω εδώ πως θα τα βγάλω πέρα.

Το γλέντι άρχισε χορούς κ.λ.π.. Ο Κουτηλέκος του ήρθε μια βλακεία, μου τραβά το πιστόλι από την θήκη και πυροβολά.

-Τώρα του λέγω τα έκαμες μούσκεμα.

Ο Ζιώγος θα το αναφέρει αυτό, έπρεπε να πάρω όλα τα μέτρα πως θα φυλα­χτούμε εμείς. Βάζω τον Γεώργιον Κυρίτση λοχία στην ομάδα Ζιώγα ότι πήρε το μέρος με αυτούς και κατά εμού.

Όταν έφευγαν οι Γερμανοί έπαθαν  και ορισμένες ζημιές σε αυτοκίνητα και στρατιώτες από τον ΕΛΑΣ άλλα από νάρκες και άλλα από όλμους. Στο χωριό αυτό έμενε ένα αυτοκίνητο μεγάλο. Τους δε νεκρούς τους παίρνανε. Τι κάμουν οι χωριάτες πηγαίνουν και βγάζουν τα λάστιχα. Εμείς δεν το πή­ραμε είδηση. Παίρνω μία αυστηρή εντολή από τον ίδιο τον Άρη, να βρεθούν τα λάστιχα ή δε μη θα καεί αυτό το χωριό.

Συγκεντρώνω το χωριό τους λέγω πρέπει να παραδώσετε τα λάστιχα και δεν θέλω να δω ποιος τα έχει, αρκεί να παραδοθούν σε 2-3 ημέρες στην εκκλησιά τους είπα. Κάνουμε έρευνα σπίτια,  πηγάδια τίποτε. Δεύτερη εντολή τα λάστιχα τι έγιναν και το δύσκολο που ήταν ότι εμείς δεν αντιλη­φθήκαμε που μας τα έβγαλαν. Λέω στα παιδιά.

- Ακούστε τι θα κάνουμε. Θα περικυκλώσουμε το πρωί τον μαχαλά, τα λά­στιχα τα βγάλανε από εκείνη την μεριά.

Ώρα 5 πρωί, όλοι οι άνδρες στο πόδι. Προτού φύγουν για δουλειά άν­δρες, γυναίκες, παιδιά θα τους φέρετε στο τμήμα. Έγινε αυτό. Δύο δωμάτια μεγάλα μία σάλα, μόνο όρθιοι στριμωγμένοι ένας απάνω στον άλλον. Λέγω στα παιδιά Χρήστον Λιάνον, Αλέκο Στάλια, θα κα­τεβείτε στο υπόγειο, έχουμε στρωματιές από ζώα (σαμάρια). Θα σας πω εγώ ποιόν θα πάρετε, έξω που θα βγείτε δώστε τον σε ένα παιδί να τον κλείσει σε κανένα στάβλο ή ότι άλλο. Και εσείς θα πάτε στο υπό­γειο, ο ένας να χτυπά τα σαμάρια και ο άλ­λος θα ουρλιάζει. Αυτοί ήταν οι κωμικότεροι. Άρχισε το ξύλο το κατάφεραν στην πραγματικό­τητα, το πίστεψα και εγώ που είχα βάλει το σχέδιο. Μια γυναίκα ήταν κοντά μου τ’ άφησε από το φόβο της.

Τους λέγω, όλοι ένας ένας, από αυτόν θα περάσετε τις δύο μέρες τρεις μια εβδομάδα έως ότου βρεθούν τα λάστιχα. Άλλον τον κλείνουμε αλλού, το ίδιο.

Άρχισαν μετά, καπετάνιε τα λάστιχα θα βρεθούν μη μας χτυπάς. Εγώ έκαμα πως δεν ακούω τίποτα. Κοιτούσα δήθεν ποιόν θα πάρω. Τους κρα­τούσα όλη την ημέρα νηστικούς και όρθιους.

Άρχισαν οι γυναίκες τα κλάματα.

Τους λέγω, πονάει η καρδιά μου, αλλά είστε αφιλότιμοι. Σας παρακά­λεσα 2-3 ημέρες εσείς το άγνωστο. Πείτε μου θα τα παραδώσετε ναι ή όχι.

Θα τα βρούμε έλεγαν αυτοί.

-Θα σας απολύσω. Εάν αύριο δεν πεταχτούν στο δρόμο θα σας ξανα­φέρω εδώ, έστω και κομμένα να τα έχετε πετάξτε τα και δεν θέλω να μάθω ποιοι τα κλέψατε γιατί θα  σκοτωθείτε.

Το πρωί την άλλη ημέρα γέμισαν τους δρόμους. Τα είχαν κομμένα. Τους έβαλα τα έμασαν και τα έστειλα στα Τρίκαλα.

Ρώτησαν αυτούς τους δύο, αν φάγατε πολύ ξύλο;

Λεν εκείνοι δεν μας χτυπήσανε. Κατάλαβαν το κόλπο.

 Έρχεται μια επιτροπή να με συγχαρεί ο ονόματι Ιωάννης Σάρρος, ηλικιωμέ­νος και καλός άνθρωπος. Είπε πολλοί αστυνόμοι πέρασαν αλλά σαν τούτον τον Αστυνόμο δεν ξαναπέρασε.

Δεν πέρασαν 15 ημέρες που είχαμε εγκατασταθεί. Ο Ζιώγος έπρεπε να κάμει αυτό που ποθούσε. Στο τμήμα δεν πάτησε καθόλου, οργά­νωσε ομάδα να συλλάβουν τους ανθρώπους που αναφέρω πιο επάνω, να τους εκτελέσουν εν αγνοία δική μας.

Μου λέγει ο λοχίας Κυρίτσης Γεώργιος ότι απόψε θα γίνουν συλλή­ψεις. Του μαρτύρησε ο Ζιώγος τους σκοπούς του, όπως γράφω τον είχα βάλει στην ομάδα Ζιώγα.

- Γιώργο,του  λέγω, τα ονόματα τα ξέρεις πάρε παιδιά και φέρτε τους εδώ.

- Όχι μου λέει άλλοι να πάνε, εγώ θα πάω εκεί να μην καταλάβουν ότι σου είπα το μυστικό.

- Έχεις δίκιο του λέω.

Ήταν μια βραδιά ομίχλη και βροχή. Στέλνω άλλα παιδιά τους συλ­λαμβά­νουν και τους φέρουν. Μου λεν μας έφαγες με μπέσα. Δεν μπο­ρούσα να τους πω το μυστικό. Πήγαν αυτοί να τους συλλάβουν. Τι να βρουν, οι γυ­ναίκες με αναμμένες τις λάμπες κλαίγανε,

- Που είναι ο άνδρας σου;

- Τους πήρε ο αστυνόμος (ή το κατάλαβαν ή δεν το κατάλαβαν).

Δεν το πέτυχε ο αιμοχαρής Ζιώγος.

Το πρωί ήρθε μία επιτροπή με επικεφαλής το Γιάννη Σάρρον να δια­μαρτυ­ρηθεί, γιατί τους πιάσαμε. Εστράφησαν εναντίον μου ότι τους έφαγα μπα­μπέσικα, ενώ αυτός είχε πει πως τέτοιος αστυνόμος δεν ξα­ναπέρασε. Όλο το χωριό εναντίον μου. Δεν μπορούσα να τους πω το μυστικό. Μετά που πλη­ροφορήθηκαν που πήγαν άλλοι αντάρτες να τους πιάσουν, ενώ δεν ήταν αντάρτες αλλά η συμμορία του Ζιώγα με­ταμφιεσμένοι. Πέρασαν 3-4 ημέρες. Τους είπα το μυστικό ότι τώρα θα ήσασταν μακαρίτες σας έπιασα για να σας γλιτώσω. Επειδή δεν μπορώ να σας φυλάξω θα σας δώσω άδεια να φύγετε για τα Τρίκαλα. Ο καιρός είναι βροχερός και ομίχλη, θα φύγετε την ποταμιά όχι από τον δημόσιο δρόμο. Τους έδωσα άδειες και φύγανε.

«Στέφανος Πλακιάς» εκ Μαλακασίου.

 Φυγοδικούσε κρυφά ερχόταν στο χωριό Κουτσούφλιανη σε κανένα φι­λικό σπίτι. Τον έπεισαν να έρθει να παρουσιασθεί. Ήρθε με έναν άλλον νύ­χτα. Ξεσκισμένος, ταλαιπωρημένος. Μου λέγει λέγουμε Στέφανος Πλακιάς.

-Εσύ είσαι ο Στέφανος, γιατί σε κατηγορούν; Τι έκαμες τέλος τα δικά του. Του λέγω ούτε εσένα μπορώ να σε κρατήσω εγώ, θα σου δώσω μία άδεια να φύγεις. Όπως εσύ νομίζεις μου λέει. Του δίνω και έφυγε.

 «Αθανάσιος Τόλης» εκ Μαλακασίου

 Φυγόδικος και αυτός τον πείσανε να παρουσιασθεί. Πήρε την απόφαση παρουσιάσθηκε. Φυσικά σε τέτοιες καταστάσεις όταν κιν­δυνεύει η ζωή, υπάρχει και ο φόβος.

Τον ερωτώ, τι θέλεις; τι σου συμβαίνει;

Μου λέγει είμαι ο Αθανάσιος Τόλης από το Μαλακάσι, είμαι αθώος. Με κυ­νηγούν από προσωπικά, όλα όσα κατήγγειλαν είναι ψέματα.

- Άκουσε φίλε Τόλη σου έχουν κατηγορία για συνεργασία με τους κατακτη­τές, σε έχουν καταδικασμένο σε θάνατο. Αν σε πιάσουν θα σε σκοτώσουν. Επειδή γνωρίζω πολλά τέτοια, πολλοί άνθρωποι πήγαν άδικα, ούτε μπορώ να σε κρατήσω. Θα παραμείνεις λίγες ημέρες να βρω την ευκαιρία να σε διώξω.

Τον βάλαμε να τρώει και να κοιμάται μαζί μας.

Ένα βράδυ τον καλώ, του λέγω, Θανάση θα σου δώσω άδεια να φύ­γεις. Εγώ δεν μπορώ να σε φυλάξω, διότι δρουν μερικές ομάδες πα­ράνομα, από τους αντάρτες μην φοβάσαι και από εμάς. Θα φύγεις τώρα την νύχτα και πήγαινε στα Τρίκαλα και όπου αλλού θέλεις. Έφυγε και γλίτωσε και βρίσκε­ται σήμερα εν ζωή.

Ήρθε συνεργείο για να φτιάσουν γέφυρα. Πρώτος ήρθε ο ερ­γολάβος Βασ. Παδιώτης.  Είχε έγγραφο να παρουσιασθεί σε μας για να τον ενισχύ­σουμε από εργάτες. Μετά ήρθε ο μηχανικός Βασίλειος Κλειδωνάς. Εκείνος φοβόταν πολύ.

Του είπαν ο Παδιώτης μην φοβάσαι έχουμε έναν καλό διοικητή. Θα πάμε στο τμήμα και θα τον γνωρίσεις.

 Ήρθαν, μου τον σύστησε ο Παδιώτης, Βασ. Κλειδωνάς Μηχανικός ελέγχου του κράτους. Αλλά για πρώτη φορά βγαίνει και φοβάται τους αντάρτες διότι αυτοί ήταν του Ζέρβα άνθρωποι.

Τους λέγω, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε.

Μου λέγει ο Παδιώτης, πρέπει να βρούμε κανένα καλό σπίτι για ασφάλεια.

Για ασφάλεια θα τον κρατήσω εγώ εδώ μαζί μου, σε τούτο το χωριό δεν έχω εμπιστοσύνη. Θα τον βάλω στο δικό μου κρεβάτι, εδώ θα τρώμε και την ημέρα θα έχει δικά μου παιδιά. Πέρασαν λίγες ημέρες πήρε θάρρος.

Μου λέγει όταν πήρα την εντολή να βγω εδώ πολλοί με φόβισαν, ότι θα σε καθαρίσουν οι κομουνιστές. Εδώ τα βλέπω πολύ ευχάριστα.  Ο Κλειδωνάς πέθανε, ο Παδιώτης ζει.