Ομάδα Βλαχάβα και Σταγιάδες

Ο μ ά δ α  «Β λ α χ ά β α»

Δεν ενθυμούμε ακριβώς ημερομηνία, το μήνα Μάρτη πήγα στο Κακο­πλεύρι. Ήταν μερικοί χωρικοί συγκεντρωμένοι. Ήταν και τα παιδιά του Γε­ωργίου Αθανασούλα - Κώστας, Νίκος, Τάκης. Όταν με βλέπει ο Κώστας μου λέγει:

-Έλα εδώ μου λέει, εσύ θα τα πληρώσεις όλα.

Είχαν ξυλεία από πεύκα στη θέση Τσατσαλίκα Σταγιάδων. Μετά τη μάχη Οξύνειας οι κάτοικοι κρύβονταν στα δάση και έβαζαν τα ξύλα σαν τσα­ντούμια, να φυλαχτούν από τον αέρα και βροχή και ανάβανε φωτιά και κα­πνίστηκαν.

-Μας καπνίσατε όλη την ξυλεία τώρα θα δεις.

Έρχεται η ομάδα Βλαχάβα και θα τα πούμε:

- Ουρέ και αλίμονο εάν αναλάβετε εσείς. Τι θα γίνει ο κοσμάκης;

Τότε άκουσα για την ομάδα Βλαχάβα. Μου λέγει ο Γιάννης Γκιορσά­νης:

- Καλά δεν έμαθες τίποτα;

- Του λέγω όχι

Παπακώστας μαζί με τον Αριστείδη Μπλούτσο, έκαμαν ομάδα αντάρτες, και περιμένετε να 'ρθει. Γι' αυτό σήκωσαν κεφάλι και σε απειλούν στο λέω να το ξέρεις.

Σκέφθηκα τι να κάνω να φύγω ή να μείνω. Πήρα την απόφαση να μη φύγω. Άλλωστε ούτε ο Παπακώστας ούτε ο Αριστείδης έχουν τίποτε μαζί μου. Βλέπουμε απάνω από το χωριό, Καγγέλεια το λένε, επειδή ήταν ορι­σμένοι, έδειχναν πως ήταν πολλοί, σημαίες σάλπιγγες τρα­γούδια, φαίνονταν πολλοί όταν πλησίασαν στην πλατεία. Εγώ πήγα από πίσω από την εκκλησία καθόμουν μόνος μου. Κατάλαβα εκείνα που μας είπε ο Παπακώστας στην Οξύνεια για ομάδα.

Άκουσα τα χειροκροτήματα - είπαν στον Γ .Παπακώστα ότι ο Ράπτης είναι εδώ.

-Έφυγε ή είναι εδώ; του είπαν πίσω από την εκκλησία είναι.

Έρχεται ο φίλος μου ο Γιώργος. Μου λέγει :

- Γιατί κάθεσαι εδώ;

- Είπαν του λέω οι ανιψιοί σου Αθανασούλα ότι τώρα που θα έρθει η ομάδα Βλαχάβα θα δεις τι θα πάθεις. Έμεινα να δω τι θα μου κάνετε.

Αρχίζει να φωνάζει:

-Τα χαμένα τα σκυλιά, τα καθάρματα, τα ακούς εσύ; Μη τους δίνεις σημα­σία. Τώρα θα τα πούμε μαζί μας. Βλέπεις κάναμε ομάδα και πρέπει να μας ακολουθήσεις.

Του λέγω:

- Γιώργο μου, το σκέφτηκες καλά, εδώ δεν πρόκειται να ζήσετε παρα­πάνω από τρεις ημέρες μπήκατε στου λύκου τη φωλιά εδώ φλού­μπουσε το Εαμί­τικο αντάρτικο, το καλό που σας θέλω μην προχω­ρείτε πιο πέρα από εδώ, γυρίστε όπως ήρθατε θα σας αφοπλίσουν.

- Είσαι καλά; μου λέγει, θα έρθεις μαζί μας ή όχι;

- Του λέγω έπρεπε πριν δύο μήνες τώρα είναι αργά.

Φωνάζει τον Αριστείδη - του λέγει:

- Άκου από αυτόν δε το περιμέναμε, δε θέλει να έρθει μαζί μας.

Μου λέγει ο Αριστείδης, γιατί Μήτσο δε θέλεις να έρθεις μαζί μας;

Του λέγω, όπως είπα και στον Γιώργο δε θα ζήσετε περισσότερο από τρεις ημέρες να γυρίσετε πίσω.

- Λέγει ο Παπακώστας αυτός μωρέ πανικοβλήθηκε αυτός. Εφόσον δε θέλεις να έρθεις μαζί μας, αύριο θα μας δεχθείς στο χωριό σου;

- Βεβαίως του λέγω θα σου κάμω και τραπέζι.

- Ε! να μας περιμένεις.

Σ τ ο  χ ω ρ ι ό  «Σ τ α γ ι ά δ ε ς»

Την επομένη μέρα στο χωριό μου τους δεχθήκαμε εγκάρδια τον Παπα­κώστα και τον Αριστείδη. Τους πήρα εγώ στο σπίτι μου.

Τους αντάρτες τους κάναμε συσσίτιο στο σχολείο φάγαμε στο σπίτι μου επειδή φοβόμουν μήπως τους παρακολουθούν οι αντάρτες του ΕΑΜ και γίνει κανένα κακό στο χωριό. Λέγω στο Χαράλαμπο Αμερι­κάνο από την Οξύνεια ότι ήταν πολλές οικογένειες στο χωριό μας από τον φόβο των Ιτα­λών.

- Χαράλαμπε, πολύ φοβάμαι μη γίνει καμιά μάχη στο χωριό - μαζευ­τείτε μερικοί στο δωμάτιο- θα προσπαθήσουμε να γλιτώσουμε τον Αριστείδη - γιατί φοβάμαι. Άκουσα τον Παπαχρήστο να τον κατηγο­ρεί - αυτό με βάζει σε ιδέα. Με τον Παπακώστα τα έχουν καλά. Πράγματι ο Χαράλαμπος πήρε την νύφη του Γεώργινα - είπα στην νύφη του πάρε και άλλες γυναίκες. Εγώ θα παρακολουθώ έξω. Κατά η ώρα 12 βλέπω δύο καβαλάρηδες έρχονταν. Βλέπω τον Ζαραλή.

- Γεια σου Μήτσιο.

- Γεια σου, του λέγω, αστέρι των Χασίων. Οι αντάρτες παίζανε πη­δούσαν κ.λ.π.

-Μου λέγει, τι είναι αυτοί Μήτσιο;

Του λέγω:

-Κατεβείτε από τα άλογα και θα τα πούμε.

Του λέγω:

-Νίκο σε παρακαλώ θέλω μια χάρη.

-Τι θέλεις;

-Τον Αριστείδη μη τον πειράξετε είναι ορφανό παιδί, ο πατέρας του σκοτώ­θηκε στην Μικρά Ασία δεν τον γνώρισε.

- Ε! Μήτσιο αύριο θα μας σκοτώσουν.

- Όχι Νίκο είναι καλό παιδί ε, απλά παρασύρθηκε.

- Άκουσε Μήτσιο στην Οξύνεια δεν μας είπαν καλά λόγια. Μετά την μάχη της Οξύνειας έφυγε και δεν παρουσιάσθηκε. Δε μας ακολού­θησε έμεινε στην Οξύνεια να μας βοηθήσει.

- Τα γνωρίζω από την Οξύνεια κάτι προηγούμενα έχει ο παπάς, δεν είναι τώρα με την επανάσταση, ήταν από πριν παρεξηγημένοι. Μου το είπε ο πα­πάς ότι είναι πολύ παλιόπαιδο.

- Εφόσον το επιμένεις δε θα τον κάμω τίποτε, έχεις τον λόγο μου.

Τότε γνώρισα και τον Δημήτριο Καραμήτρον από τον Κορυδαλλό. Μου λέγει ο Ζαραλής:

- Που είναι οι καπεταναίοι;

- Τους έχω εγώ στο σπίτι.

- Πάμε μου λέγει στο σπίτι.

Πήγαμε στο σπίτι. Λέγει ο Ζαραλής:

- Γεια σας, σηκώθηκαν ο Αριστείδης και Γιώργος χαιρετήθηκαν δια χειρα­ψίας το δωμάτιο ήταν γεμάτο μέσα.

- Μήτσο έχουμε τίποτα για φαγητό πεινάμε;

-Ναι έχω.

Τους βάλαμε να φαν εμείς είχαμε φάει πρωτύτερα. Εφόσον τελείωσαν από το φαγητό τους ρωτά ο Ζαραλής:

- Δεν μου λέτε, τι κάμετε εσείς;

- Λέγει ο Παπακώστας εμείς κάναμε ομάδα και από κοινού θα κτυ­πάμε τον κατακτητή. Τότε ο καθένας θα διαλέξει και το πολίτευμά του.

Ερωτά ο Ζαραλής:

-Από που πήρατε την εντολή;

Παπακώστας:

-Από την Καστανιά

- Γιατί πήγατε στην Καστανιά και δεν ερχόσασταν στο δικό μας Αρ­χηγείο;

- Μα το ίδιο είναι.

- Εφόσον είναι το ίδιο έπρεπε να έρθετε στο δικό μας.

- Ξέρεις όταν έγινε η επανάσταση της Γαλλίας από την διαίρεση έχασε η επανάσταση.

-Ου! τα εκείνα και τ' άλλα δεν ξέρω εγώ - εγώ ξέρω τούτο ποιος από τους δύο θα με ακολουθήσει μέχρι το τρία. Ένα ...  επικράτησε σιγή, δύο ...  στο τρία σηκώνεται ο Ζαραλής βουτά από τους ώμους τον Πα­πακώστα του λέγει σήκω επάνω, εσύ είσαι υπεύθυνος για όλα. Μπες μπροστά.

Λέγω το Ζαραλή,

- Νίκο που τον πας; Δεν μπορεί να βαδίσει.

- Πάψε Μήτσιο θα τον βάλω καβάλα.

Τον παίρνουν μπροστά από τους αντάρτες ούτε κουνήθηκε κανένας να πουν που τον πας. Μένει ο Αριστείδης του λέγω:

-Αριστείδη τι θα κάμεις εσύ;

-Μου λέγει:

- Έχω διαταγή να πάω στην Αγνατιά και σε άλλα χωριά.

- Αριστείδη μου, του λέγω, γύρισε όπως ήρθες. Εάν προχωρήσεις πιο πέρα, θα πάθεις κακό, θα σε αφοπλίσουν.

-Έχω διαταγή επέμενε πάλι ο Αριστείδης.

Του λέγω, το ότι πάθεις το κρίμα στο λαιμό σου.

Σηκώθηκε πήρε τους αντάρτες πήγε στην Αγνατιά την άλλη ημέρα. Δεν γνωρίζω ακριβώς Γεωργίτσα Πριότια Γρεβενών, μεταξύ Πριόνια και Κατα­φύγη μπήκαν σε ενέδρα. Ήτο ο Αδαμάντιος, τους λένε πε­τάξτε τα όπλα να μην χύσουμε αίμα αδελφικό. Τα πέταξαν τα όπλα. Ένας Αθανάσιος Γηγής από το Κακοπλεύρι ήρθε στο χωριό μου, όταν τον είδα ξαφνιάστηκα.

- Τι συμβαίνει βρε Θανάση;

- Μη τα ρωτάς, μας αφόπλισαν.

- Ο Αριστείδης τι έγινε;

- Ο Αριστείδης της ανήλες του. Ξύλο του ρίχνανε το καπέλο του το πατού­σαν. Είμαι πολύ φοβισμένος ήρθα να σου πω να ξέρεις. Μήπως γνωρίζεις προς τα που πήγαν οι αντάρτες;

- Δεν γνωρίζω τίποτα.

- Που έγινε η αφόπλιση;

- Από κάτω από τον Αηλιά πηγαίναμε στο Μπάλτινο.

Τον ευχαρίστησα που ήρθε και με ενημέρωσε ο κακομοίρης, για τον Αριστείδη ήρθε. Τι να κάμω εγώ τώρα;

Είμαστε τα εφεδρικά επιφυλακή. Τέλος πληροφορήθηκα ότι βρίσκε­ται εν ζωή αλλά είχε κακοποιηθεί πολύ. Το τι μπόρεσα και έκαμα ας τα πουν οι κάτοικοι του χωριού Καταφύγη. Ο Μιχάλης Σακοράφας, Τάκης Ευθυμίου, Κων/νος Χανιώτης δάσκαλος, Δημ. Σακοράφας και Δημ.Μέκρος. Ευθυμίου Τάκης τον φέρανε στο χωριό Σταγιάδες, από εκεί εστάλη στο Αρχηγείο Χα­σίων. Έκτοτε πήρε μέρος με το ΕΛΑΣ πολέμησε μέχρι τέλος τα Δεκεμβρι­ανά στο Μέτσοβο κατά του Ζέρβα. Ο δε Γ. Παπακώστας και αυτός έζησε με την διαφορά όμως να πηγαί­νει σε χωριά, όπου είχε περάσει, να πει τα αντί­θετα από ότι είχε πει πριν, επειδή φοβόταν να πηγαίνει μόνος του, με παρα­κάλεσε να του κάμω παρέα. Πήγαμε μαζί όταν έφυγε για να πηγαίνει στο ΕΛΑΣ. Τη μόνη παράκληση που μου έκαμε να προσέχω τον γιο του τον Κω­στάκη - ας τα πει μόνος του ο Κωστάκης - νυν δικηγόρος. Από το ΕΛΑΣ πήγε διερμηνέας με τους Εγγλέζους.