Η επιστροφή

Μεταγωγή μου εις Τρίκαλα

Σχεδόν συμπληρώθηκε ένα καράβι περί τα 200 άτομα. Το βράδυ τα ονόματα στα μεγάφωνα, να ετοιμασθούμε. Το πρωί στο θυ­ρωρείο με τα πράγματά μας. Βγήκαμε στην παραλία. Όταν χωρίζαμε με τους κρατούμε­νους όλοι με χαιρέτησαν πλην από τους πατριώτες μου. Τα σύρματα είχαν γεμίσει σαν τα κοράκια. Ήταν και η πρώτη αποστολή. Το πρώτο καράβι που έφευγαν κρατούμενοι. Άκουγες φω­νές «καλή λευτεριά» κ.λ.π.

Στο καράβι

Μας διάλεξαν καράβι για την θάλασσα. Όπως ανεβαίναμε στο καράβι μας δένανε με τα “χρυσά βραχιόλια” δυο δυο. Στον όρμο που μπήκαμε είχε ελαφρό κυματάκι. Ξεκίνησε, όσο βγαίναμε στα ανοιχτά τόσο το κύμα μεγά­λωνε. Άρχισε να μας κουνά άσχημα. Άρχισαν οι εμετοί. Όσο προχωρούσαμε τόσο δυνάμωνε. Μας κτυπούσε από την μια μεριά στην άλλη, να είμαστε δεμένοι.

Τι να πρωτοκλάψουμε, τα χέρια που πονούσαν; Από την μεγάλη θα­λασσο­ταραχή και το παλιοκάραβο άρχισαν τα βραχιόλια να κόβονται, άλλα έβγαι­ναν από τα χέρια και άλλα να κόβουνε τα χέρια μας και πρήστηκα. Η φρουρά πεθαμένοι κάτω. Ένα παράξενο, οι εμετοί έβγαιναν με τέτοια πίεση 50 εκατοστά έφταναν. Το αμπάρι είχε γεμί­σει, όλοι οι κρατούμενοι και φρουρά αναίσθητοι. Βρωμιά από ξινίλα, παντελόνια, σακάκια, κεφάλια γε­μάτα με τους εμετούς. Φτάσαμε στον Καβοντόρο εκεί ότι έγινε απόγινε. Το καράβι βούλιαζε μέσα στην θά­λασσα, έπεφτε και νερό από επάνω. Το διά­στημα αυτό ήταν μισή ώρα. Ακούσαμε το σήμα κινδύνου να χτυπά, άρχισαν φωνές… πνιγό­μαστε.... ,τέλος γλιτώσαμε.

Αργά το βράδυ φτάσαμε στο Πόρτο - Ράφτη. Νύχτα εκεί έγινε η απο­βίβαση. Μας άφησαν να συνέλθουμε να πλυθούμε αλλά βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο. Ξανά μας δέσανε.

Εκεί μας περίμεναν οι κλούβες με νέους χωροφυλάκους. Μας βάζουν στις κλούβες και στο μεταγωγό Αθηνών. Στο μεταγωγό ξενυχτήσαμε όρθιοι διότι ήμασταν πολλοί. Το μόνον που μας έλυσαν. Φαγητό κα­θόλου νηστικοί.

Το πρωί που ξημέρωσε μας φωνάξανε τα ονόματα. Για τα Τρίκαλα ήμουν μόνο εγώ. Ούτε Λάρισα ούτε Καρδίτσα. Με παίρνανε δύο χω­ροφύλακες με ένα τζιπ. Ένας οδηγός και ο άλλος συνοδός. Καθόμα­σταν στο πίσω κάθισμα.

Μόλις βγήκαμε από την Αθήνα, λέγει ο χωροφύλακας συνοδός, τι λες να τον λύσουμε;

- Όπως νομίζετε. Ξεκλειδώνει τα βραχιόλια από τα χέρια.

 Μου είπαν αυτό που κάνουμε είναι παράνομο. Στην Λάρισα προτού φτά­σουμε θα σε ξαναδέσουμε και όταν βγούμε έξω θα σε ξαναλύ­σουμε και όταν φτάσουμε στα Τρίκαλα θα σε δέσουμε.

- Όπως θέλετε.

Μου λέγει ο φύλακας συνοδός, βρε Μήτσιο εσύ ήσουν καλός άνθρω­πος γιατί τα κατάφερες έτσι;

Του λέγω με γνωρίζετε ή από τα χαρτιά πήρατε το όνομα.

Γέλασε, εάν δεν σε γνώριζα θα σε έλυνα;

-Εγώ δεν σας γνωρίζω, είμαι κουρασμένος, ζαλισμένος.

-Με ξέρεις αλλά δεν με θυμάσαι, πάντως μη ζητάς περισσότερα. Δεν σου φανερώνω το όνομά μου. Ήσουν τυχερός θα πήγαινες μέχρι τα Τρίκαλα δε­μένος.

Πέρασα καλά πολύ καλά, τσιγάρα. Στη Λαμία κατέβηκε μου έφερε ψωμί, τυρί. Ήμουν δύο ημέρες νηστικός.

Στα Τρίκαλα με παρέδωσαν στην Δ/νση. Από εκεί δεμένο με περνάν από την πλατεία. Γνωστοί πολλοί, κανένας τσιμουδιά να μου μιλήσει. Εγώ ντροπή, με τις χειροπέδες στα χέρια. Με πήγαν στην Δ/νση. Όλοι με κοιτού­σαν με άγριο μάτι. Από εκεί στην φυλακή.

Στο διάστημα που έμεινα στην φυλακή καλά τα πέρασα. Πρώτη επί­σκεψη ήταν του κουνιάδου μου Νίκου Παπαγιαννούλη. Δεύτερη ήταν της κόρης μου Βαγγελής με τον Βαγγέλη Χαρίση.

Με φώναζαν στο επισκεπτήριο, κοιτούσα ποιος είναι. Αυτοί με γνώ­ρισαν, εγώ δεν τους γνώρισα, τους ρωτούσα ποιανού είστε;

Λέγει ο Βαγγέλης, η κόρη σου είναι η Βαγγελή δεν την γνωρίζεις; Εγώ είμαι ο Βαγγέλης του Παναγιώτη.

Ξαφνιάστηκα, τόσο μεγάλωσε η κόρη μου. Συγκινήθηκα και δεν μπο­ρούσα να τους πω τίποτε.

Ο φίλος μου Χρήστος Τσιαγκαγιάννης

Ο Χρήστος ο οποίος με συλλυπήθηκε στην Γιούρα, ήταν και οι επτά από το χωριό του. Μόλις πάτησε το πόδι του στο προαύλιο της φυλακής λέ­γει του αρχιφύλακα Τόλια, θέλω τον Δημ. Ράπτη. Με φωνάζει ο Αρχιφύλα­κας. Πηγαίνω, αυτός μπροστά εγώ κοντά. Με πηγαίνει στον Χρήστο με την παρέα του. Μόλις με είδε και ΄γω τους είδα.

-Μήτσιο μου, μου λέγει, ζητώ συγνώμη συγχώρεσέ με που σε πικρά­ναμε. Θα βγούμε και εμείς από την φυλακή. Θα ακολουθήσουμε τον δρόμο τον δικό σου.

-Είσαι συχωρεμένος Χρηστάκη μου. Δεν λαμβάνω υπόψη μου τίποτε. Πάτε στα σπίτια σας. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν.

Κι αυτοί βγήκαν γρηγορότερα από μένα. Γι' αυτό χρειάζεται σκέψη όχι να παρασύρεσαι από τους άλλους.

 Η δική μου υπόθεση άργησε λιγάκι. Ενώ άλλοι έφυγαν κοντότερα από μένα από τη Γιούρα και βγήκαν. Εγώ χρειαζόταν μάρτυρες να καταθέσουν ότι παρουσιάσθηκα μόνος μου. Βρέθηκε ένας καλός άν­θρωπος, τολμηρός και είπε θα πάω εγώ. Δεν άκουσε κανέναν, ούτε Αθανασούλα ούτε Παπαθανα­σιάδη. Έδωσε ένορκη κατάθεση. Και αυ­τός είναι ο Κωνσταντίνος Μάνος από Οξύνεια.