Αποφυλάκιση

Αποφυλακίσθηκα τέλος Οκτώβρη 1950

Έπειτα από 3 χρόνια και 8 μήνες είχα να δω τον γιο μου Αρι­στοτέλη. Ήρθαν στα Τρίκαλα με την μανούλα του. Ο γιος μου πή­γαινε σχολείο στην πρώτη τάξη. Τον άφησα 3 χρόνια και 7 μήνες. Έμενα στα Τρίκαλα.. Φρό­ντισαν και βρήκαν ένα δωμάτιο να μείνω. Με έβαλαν σε μια παράγκα της κοινωνικής πρόνοιας. Δουλειά δεν είχα, λεπτά καθόλου.

Μια μέρα καθόμουν στα παγκάκια στην πλατεία. Περνούσαν ο κό­σμος βόλτες, περνά και ένας φίλος μου Βασ. Κουβάτης από την Κα­στανιά Καλ/κας. Με γνώρισε, βρε Μήτσιο, ζεις βρε παιδί μου. Με ρώτησε ορισμένα πράγματα. Βγάζει 100 δραχμές μου δίνει. Το επάγ­γελμά του ήταν εμπορο­ράφτης. Μου λέγει, θα έρθεις στο μαγαζί μου να σου δώσω ένα κουστούμι. Πήγα στο μαγαζί του μου έδωσε ένα κουστούμι.

Όσοι ήταν και είχαν πάρει μέρος στον αγώνα, εκεί πέρασαν στρατοδι­κείο ή πέρασαν και αθωώθηκαν. Δεν με πλησίαζε κανείς και γνωστοί της περιφέρειάς μου.

 Η δουλειά μου στα Τρίκαλα

 Ήταν φίλοι μου που έκαναν αυγά και τραχανά. Κάθε Δευτέρα ημέρα παζαριού. Μου δίνανε λεπτά. Έκαμα αγορά ανάλογα με το πο­σόν που έκαμα. Το βράδυ τον έστελνα στην Αθήνα. Αυτοί η δουλειά γινόταν χει­μώνα τρεις μήνες.

 Ενέδρα στο χωριό στο Μοναστήρι

 Το Φλεβάρη τις απόκριες, μου επιμένει ο κουνιάδος μου να πάμε στο χωριό. Εγώ δίσταζα παρ' όλο που ήθελα να πάω να δω την οικογένειά μου, αλλά φοβόμουν μήπως συμβεί τίποτε. Πήρα την από­φαση. Βγήκαμε στην Καλαμπάκα για πρώτη φορά από το έτος 1945. Με είδαν φίλοι και εχθροί. Ο κουνιάδος μου γνώριζε τον αστυνόμο της περιφέρειά μας,

Του λέγει έχω τον γαμπρό μου Ράπτη και θέλουμε να βγούμε στο χω­ριό. Μήπως υπάρχει κανένας φόβος; Εάν δεν τα βλέπεις καλά να τον γυρίσω πίσω.

Λέγει ο αστυνόμος ονόματι Κων/νος Βαβυλόπουλος ενωμοτάρχης, αυτός είναι;

-Ναι.

Με χαιρέτησε. Δεν υπάρχει κανένας φόβος να πηγαίνετε.

Στο αυτοκίνητο ταξιδέψαμε μαζί μέχρι την γέφυρα Μηκάνη. Εκεί μας περί­μενε ο μεγάλος μου γιος με τα ζώα Νίκος. Φτάσαμε στην Οξύνεια μαζί με τον αστυνόμο. Εμείς προχωρήσαμε για το χωριό μας Σταγιά­δες. Μας πήρε η νύχτα. Σχεδόν μία ώρα έξω από το χωριό. Εγώ βού­λωσα τα λαλούμενα από τα ζώα.

- Γιατί φοβάσαι; Δεν είναι τίποτε. Εφόσον ο αστυνόμος φίλος μου, αν ήταν τίποτε, δεν μας άφηνε

Του λέγω δε γνωρίζεις πως εργάζεται ο εχθρός. Ο Αθανασούλας το έμαθε και αν δεν με είδε με είδαν οι φίλοι του.

Τέλος φτάσαμε στο σπίτι χωρίς να συναντήσουμε κανέναν. Ξημέ­ρωσε, το πρωί χτύπησαν οι καμπάνες. Ο πεθερός μου ήταν εφημέριος του χωριού. Άφησε εντολή να πηγαίνω στην εκκλησία, τόσο η γυ­ναίκα μου όσο και ο κουνιάδος μου επέμεναν να πηγαίνω. Εγώ τους αρνιόμουν μην επιμένετε. Αυτοί επέμεναν. Υποχώρησα.

Η λειτουργία γινόταν στο Μοναστήρι 10 λεπτά έξω από το χωριό. Πλησίαζε να τελειώσει η λειτουργία. Κάποιος κάνει νόημα στον κου­νιάδο μου να βγει έξω. Όταν γύρισε τον βλέπω ταραγμένο και χλωμό. Κατάλαβα κάτι συμβαί­νει. Ο κόσμος πήγαιναν και έρχονταν μέσα στην εκκλησία και ταραγμένοι. Το διαπίστωσα ότι ενέδρα μου έστη­σαν.

Τελείωσε η λειτουργία. Στην πόρτα της εκκλησίας φίλοι μου ο Δημή­τριος Τσιάτσιος, ο Μιχάλης Κώτσιας δεν τους θυμάμαι όλους, με κρά­τησαν. Με πιάσανε από τα χέρια από δεξιά και αριστερά. Στην αυλό­πορτα του Μονα­στηριού γινόταν φασαρία. Ο Γεώργιος Πούλιος του Πούλιου ήταν οπλισμέ­νος με ένα παλτά τσεκούρι και το είχε κάτω από την ταλαγάνα, καθόταν στην πόρτα. Δεν τον υποπτεύθηκαν. Μό­νον ο Κώστας Τσέκλημας τον κατά­λαβε και αυτός ανακοίνωσε στους χωριανούς. Τον αφόπλισαν. Όπως με εί­χαν από τα χέρια περάσαμε. Αυτός να φωνάζει να βρίζει. Προχωρήσαμε προς το χωριό. Συνοδευ­όμενος από τους φίλους μου.

Μεταξύ στο ενδιάμεσο Μοναστήρι χωριό, έρχονταν ένα κύμα γυναί­κες με πέτρες στα χέρια και άρχισαν να με λιθοβολούν. Οι φίλοι με εγκατέλειψαν. Άλλη διέξοδος δεν υπήρχε. Εάν προλάβαινα να μπω στο πρώτο σπίτι, εφό­σον με εγκατέλειψαν οι πάντες. Αψηφώντας τα πάντα οι πέτρες έπεφταν βροχή και συνέχεια ερχόντουσαν και άλλοι από το χωριό, όλοι εναντίον μου και άλλοι από περιέργεια. Φτάνω στο πρώτο σπίτι. Ήταν της κουμπάρας μου Περιστέρας Θ. Κώτσια. Την πόρτα την είχαν ανοιχτή.

Οι κουμπάρες μου Γεωργία και Ευανθία πήραν τα τσεκούρια στα χέ­ρια να εμποδίσουν τους επιτιθέμενους. Μόλις πρόλαβα να μπω μέσα.

Άλλη ομάδα περικύκλωσαν το σπίτι τα παιδιά του Ζαχαρή Πούλιου και ξα­δέλφια με τα ρόπαλα στα χέρια. Τα κορίτσια σταθήκανε βράχοι με τα τσε­κούρια στην πόρτα. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Πήγε ο Βαγ­γέλης Χαρίσης.

Ήρθε ο αστυνόμος Βαβυλόπουλος με έναν χωροφύλακα Σωκράτη Τούλα. Ήρθαν στο σπίτι που ήμουν κλεισμένος. Μου έκαμε ερωτή­σεις πώς έγινε. Του τα είπαν τα κορίτσια χύμα. Με παίρνουν από εκεί πηγαίνουμε στην πλατεία, εκεί χόρευαν. Κατηγορίες δήθεν αλλά χω­ρίς να συλλάβει κανέναν. Του έδωσαν τον λόγο να παραμείνει στο σπίτι του, δεν τον πειράζουμε. Μου λέγει ο αστυνόμος να παραμείνεις στο σπίτι σου, δεν θα σε πειράξει κανείς. Δεν την ξαναπατάω. Θα με πάρετε μαζί σας μέχρι την Οξύνεια. Είστε υπο­χρεωμένοι ζητώ προ­στασία. Με πήραν και το βράδυ έμεινα στην Οξύνεια από εκεί στα Τρίκαλα.

Και στα Τρίκαλα ούτε και εκεί είχα ησυχία. Είχα τα άλλα θηρία τον Ηρακλή Παπαθανασιάδη με την γυναίκα του Νίτσα, όσο με τον Δ/ντή της Αστυνο­μίας Κούρτη και με την ασφάλεια τα είχαν ένα. Δυσκο­λευόμουν για δουλειά. Βρίσκω τον Βασίλειο Παιδιώτη, εργολάβο φίλο μου. Του λέγω για δουλειά.

-Πτου! έχω δουλειά αλλά εσένα δεν μπορώ να σε πάρω. Γιατί θα χάσω το ψωμί μου. Εδώ Παπαθανασιάδηδες, Αστυνομία, Ασφάλεια σε κυνηγούν. Θα πας στον Μηχανικό Βασ. Κλειδωνά, εκτός που είναι υποχρεωμένος σε εσένα αλλά κατέχει θέση μεγάλη, μηχανικός ελέγ­χου του κράτους. Πήγαινε στο σπίτι.

Πήγα στο σπίτι του χτύπησα το κουδούνι. Βγήκε η γυναίκα του, ποιόν ζη­τάτε;

-Τον Μηχανικό.

 Με ρωτά πως λέγεστε να του πω;

-Δημήτριος Ράπτης.

Βγαίνει και αυτός στην πόρτα με γνώρισε με αγκαλιάζει, βρε Μήτσιο ζεις;

Με παίρνει μέσα. Ήταν νεόπαντρος. Φάγαμε το μεσημέρι μαζί τα εί­παμε.

Του λέγω Βασίλη θέλω δουλειά, πεινάω.

Δουλειά από αύριο θα πας στην πόρτα και θα γράφεις τα αυτοκίνητα πόσους δρόμους κάνει το καθένα. Μου είπε που θα πάω το πρωί να με πάρουν με το αυτοκίνητο.

Δεν πέρασε μία εβδομάδα το έμαθαν. Τον καλούν στην ασφάλεια. Του είπαν πως έχεις τον τάδε εργάτη. Θα τον διώξεις αμέσως. Έρχε­ται με το αυτοκί­νητο στη δουλειά μου λέγει, Μήτσιο πρέπει να φύγεις από την δουλειά. Με κάλεσε η ασφάλεια και μου είπαν να σε σταμα­τήσω. Αλλά κάθισε λίγες ημέρες έως ότου δω που μπορώ να φύγεις από την περιφέρεια Τρικάλων.

Με ειδοποίησε με τον σοφέρ που είχε. Μου λέγει να πάρεις τα σκεπά­σματά σου και να βγεις έξω από τα Τρίκαλα προς Καρδίτσα. Θα πε­ράσουμε με τον μηχανικό να σε πάρουμε.

Το πρωί πήρα τα ρούχα μου. Βγήκα έξω από τα Τρίκαλα. Πέρασαν και με πήραν. Πήγαμε μεταξύ Καρδίτσα Σοφάδες. Κάμανε μια γέ­φυρα. Μηχανικός ήταν ο Νίκος Παπαιωάννου. Είπε στον Παπαιωάν­νου θα μείνει μαζί σου και θα είναι ως αποθηκάριος.

Όταν έφυγε μην ανησυχείς, από εδώ να μάθουν αλλού θα σε στείλω. Τελεί­ωσε η γέφυρα. Από εκεί στο Κλοκοτό, στα αναχώματα του Πη­νιού. Βγήκε ο χειμώνας μέχρι τον Μάιο 1952.

Τα πράγματα άρχισαν κάπως να ηρεμούν. Κυκλοφορούσα πιο άνετα. Ήρθε ο φίλος μου από την Αθήνα Κων/νος Παπαδόπουλος. Ερώτησε τους γνω­στούς μου που βρίσκομαι. Του είπαν εδώ είναι. Τους παρα­κάλεσε να με βρουν και να μου πουν. Στο τάδε καφενείο σε ζητά ένας. Πήγα στο καφε­νείο. Μπαίνοντας στην πόρτα με φωνάζει Μή­τσιο. Με γνώρισε. Βλέπω τον Παπαδόπουλο. Είχαμε να συναντη­θούμε από το 1945. Χαρές μαζί και δά­κρυα. Είπαμε πολλά. Μου είπε πως ενήργησε για να βγω και πολλά είπαμε.

Μου λέγει σου συνιστώ να καθίσεις ήσυχος, διότι βρήκα τον Ηρακλή Παπα­θανασιάδη. Μου λέγει ο φίλος ο καπετάνιος είναι εδώ. Του είπα πρέπει να τα αφήσουμε αυτά και αφήστε τον άνθρωπο. Μου λέγει δεν παραιτήθηκαν και πρόσεξε.

 Τώρα θα πάμε να σου συστήσω και συ να τον γνωρίσεις. Έκαμα γα­μπρό. Πάντρεψα την μεγάλη μου κόρη Τασία. Πήγαμε. Είχε μαγαζί με τον Αθανά­σιο Μούτσο. Μου σύστησε. Ο γαμπρός του λέγεται Δη­μήτριος Παπουτσής.

Τους είπε ο Παπαδόπουλος θα σας παρακαλέσω να φροντίσετε για καμία δουλειά. Μου έδωσαν δουλειά. Αγόραζα ξηρούς καρπούς, κα­ρύδια, αμύ­γδαλα σε μεγάλες ποσότητες επί δύο χρόνια στα χωριά Καλ/κας Γρεβενών.

 Η κυρία Νίτσα Παπαθανασιάδη

 Λέγει στον Μιχάλη Χριστοδούλου από την Οξύνεια να μου πει ότι θέλει η Νίτσα, μου λέει ο Χριστοδούλου.

Του λέγω τι δουλειά έχω εγώ με αυτούς; Αυτή συνέχεια επέμενε. Τέ­λος πήγα στο σπίτι της. Με δέχθηκε.

Ήθελε να με κάνει δικό της διότι ο Παπαθανασιάδης θα πολιτευόταν με τον Παπανδρέου και να υποστηρίζω στις εκλογές αυτόν.

Μου λέγει σε έφερα εδώ, ο άνδρας μου θα βάλει υποψηφιότητα και θέλω να τον υποστηρίξεις.

Της λέγω, ναι κυρία Νίτσα να τον υποστηρίξω. Αλλά τα πολιτικά μου δι­καιώματα μου τα κόψατε ισοβίως πως μπορώ να τον βοηθήσω;

-Αυτό, μου λέγει, θα το τακτοποιήσουμε. Να πάρεις τα δικαιώματα αλλά θα μας δώσεις το λόγο.

Της λέγω δε θα αναμιχθώ στην πολιτική. Αρκετά τα πλήρωσα.

- Καλά μου λέγει. Θα το μετανιώσεις.

 Εγώ δεν υπέκυψα, τότε που με κρεμούσατε. Τώρα περιμένετε να υποκύψω σε εκβιασμούς;

Νευρίασε. Μαζί μου είχα και τον Χριστοδούλου. Φύγαμε στο τέλος μου λέ­γει.

-Μην τυχόν καμία φορά ζητήσεις τίποτε από τον Ηρακλή. Θα τα πούμε μαζί της.

-Aπαντώ, ούτε κατά διάνοια να το σκεφτείς πως εγώ θα ζητήσω χάρη. Όπως προτίμησα το θάνατο και δεν σας ζήτησα, άλλη μια φορά τον θάνατο θα προτιμήσω.

Κατηγόρησα τον Χριστοδούλου.

-Γι' αυτό Μιχάλη με έφερες;

Ήταν και αυτός οργανωμένος στην επανάσταση και τα δύο του παιδιά τα σκότωσαν οι Μάηδες. Το αίμα των παιδιών σου, δεν τα θυμάσαι και πήγες με αυτούς;

- Μα τι να κάμουμε έτσι ήρθαν τα πράγματα. Να για μένα ενδιαφέρ­θηκε μου έδωσε παράγκα, με έβαλε σε δουλειά και άλλα.

Με τις εκλογές δεν βγήκε βουλευτής και ο Παπανδρέου τον διόρισε Νο­μάρχη στην Λάρισα.

Το 1958 έγιναν εκλογές. Τότε παρουσιάστηκαν στα χωριά Κακοπλεύρι, Οξύνεια, Αγνατιά πολλοί ΕΔΑ. Τη δευτέρα των εκλο­γών κατέβηκα στην Καλαμπάκα. Στο μαγαζί του Αθανασούλα γινόταν λόγος για μένα. Έρχονται μου λένε στο μαγαζί του Αθανασούλα γινό­ταν λόγος για σένα, ότι όσα ψη­φοδέλτια έπεσαν ΕΔΑ τα ρίχνουν σε εσένα. Είναι πολλοί συγκεντρωμένοι και Kαλαμπακιώτες και όλοι με σένα ασχολούνται, ότι αυτός βγήκε στα χω­ριά και έδωσε το σύνθημα.

Βουλευτής στα Τρίκαλα της ΕΔΑ βγήκε ο Αλέκος Τσιπόρης. Κατέ­βηκα στα Τρίκαλα. Το βράδυ πήγαμε στον Τσιπόρη να τον συγχα­ρούμε. Ήμασταν πολλοί. Μας περικυκλώνει η ασφάλεια πολλοί πη­δήσαμε από την μάντρα. Άλλοι πιάστηκαν.

Δεν θυμάμαι ακριβώς τις μέρες πόσες πέρασαν μετά τις εκλογές. Πή­γαινα προς την πλατεία. Βλέπω την κα Νίτσα με μία άλλη με τα φτερά στα καπέλα της. Μόλις τις είδα έκοψα αριστερά να τις αποφύγω. Αυτή άρχισε να με φω­νάζει:

- Δημήτρη, Δημήτρη. Εγώ έκαμα πως δεν την ακούω.

 Έρχεται ένας και με πιάνει από το σακάκι. Σε φωνάζουν δεν ακούς. Γύρισα ποιος του λέγω. Αυτή πλησίαζε προς εμένα.

-Α! εσύ είσαι Νίτσα;

-Κάνεις πως δεν ακούς. Δεν μου λες ώστε φούντωσε η ΕΔΑ; Θα σε στείλω όχι εκεί που σε είχαν αλλά εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί.

Της λέγω, εγώ δεν σας φοβήθηκα τότε, δεν υπέκυψα σε σας, όταν με σκο­τώνατε δεν σας φοβήθηκα, τώρα θα σας φοβηθώ; Κάμετε ότι κα­ταλαβαί­νετε, ούτε σας λογαριάζω.

Καλεί την αστυνομία. Ήταν στην πλατεία δύο χωροφύλακες, ένας ενωμο­τάρχης και ένας χωροφύλακας. Τους λέγει πάρτε τον να τον πάτε στον Δ/ντή τον φίλο της Κούρτη.

Με παίρνουν οι χωροφύλακες για την Δ/νση. Έξω από το καφενείο του Νί­τσα ήταν πολύς κόσμος και διαμαρτύρονταν, πάλι τα ίδια έχουμε. Τι έφται­ξαν αυτές τον προκάλεσαν.

 Με πήγαν σχεδόν κοντά στο τμήμα. Λέγει ο Ενωμοτάρχης στον χω­ροφύ­λακα. Δεν τον απολάμε γιατί να τον πάμε; Όπως νομίζεις λέγει ο χωροφύλα­κας. Φύγε μου λεν. Για να την ικανοποιήσουν το έκαμαν.