Εξορία στη Γιάρο

Μεταγωγή στη Γιάρο ή Γιούρα

 Τον Ιούλιο 1948 ήμασταν περί τους 200 καταδικασμένους με διάφορες ποινές. Μας βάλανε στις κλούβες δεμένους δύο δύο, με τα ωραία βραχιόλια. Μας πήγαν στον σταθμό του τραίνου. Από την πόρτα της κλούβας στα βα­γόνια, όπως βάδιζαν τα ζώα, στα φορτικά. Μας κλείδωσαν, ήμασταν ο ένας απάνω στον άλλον όρθιοι και σκότος ούτε ένα παραθυράκι ανοιχτό για λίγο αέρα.

 Φτάσαμε στον Βόλο. Μας πήγαν στην παραλία, πάλι από τις κλού­βες, στο βαπόρι δεμένοι. Την άλλη μέρα χαράματα ξεκίνησε. Φτά­σαμε στα Γιούρα περί τις 6 το απόγευμα. Μας κατεβάσανε. Όταν κα­τεβήκαμε από το καράβι τότε μας έλυσαν. Τα χέρια μας είχαν πρη­στεί. Μας πηγαίνουν σε μια πλαγιά πίσω από το Στρατόπεδο. Εκεί ήταν δήμιοι, χωροφύλακες περί τους 30, με τα ρόπαλα, βούρδουλα κ.λ.π. Μας λεν αφήστε τα πράγματά σας κάτω ανοίξτε τις βαλίτσες. Εκεί που σκύβαμε να λύσουμε τα πράγματα με τα κορ­δόνια χτυπού­σαν αδιάκριτα και όπου θα σε πάρει.

Άλλοι έκαμαν το άλλο, ερωτούσαν είσαι παντρεμένος. Έλεγες ναι. Που την άφησες την οικογένειά σου και δώστου ξύλο. Όποιος έλεγε δεν είμαι, δεν σε άφηνε ο αγώνας να παντρευτείς και δώστου ξύλο.

Εξαναγκαστήκαμε να σκορπίσουμε στην πλαγιά, κυνηγητό εμείς, ήμα­σταν 200 γέμισε η πλαγιά.

Τους λέγαμε πάρτε τα μυδράλια και σκοτώστε μας. Άρχισαν με το καλό ελάτε δε σας χτυπάμε. Εμείς δεν πηγαίναμε. Ήρθε και άλλη δύ­ναμη με αξιωματικό. Ο αξιωματικός ελάτε δε θα χτυπηθεί κανένας. Ένας, ένας μα­ζευτήκαμε. Μάστε τα πράγματα. Αν κανένας είχε κα­νένα πράγμα καλό και τους άρεσε το παίρνανε.

Έγινε κατανομή κατά όρμους. Όρμοι ήταν  τέσσερις. Εγώ με άλλους στον πρώτο όρμο. Στον τρίτο όρμο ήταν οι διανοούμενοι. Ο τέταρτος όρμος των βασανιστηρίων. Στον όρμο αυτόν ήταν οι πιο νέοι, δου­λειά, ξύλο και πείνα. Κρατούμενοι σε τέσσερις όρμους ήταν  περί τις 15.000. Στους όρμους μας πήγαν νύχτα. Μας κατένεμαν στις σκηνές.

Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Χτυπά η σάλπιγγα για το πρωινό τσάι. Το τσάι ήταν  με νερό αλμυρό και λίγο ζάχαρη. Εμείς για πρώτη φορά το πετάξαμε. Βλέπουμε τους φύλακες σε ομάδες να ορμούν μέσα στις σκηνές με τα ξύλα στα χέρια να βγάζουν τους κρατούμε­νους για δουλειά. Οι παλαιοί κρατού­μενοι δίνανε πάλι με τους φύλα­κες. Οι πιο ψύχραιμοι (τύπο Βαγγέλη Αγγέλη) δίνανε σκληρή μάχη, από σκηνή σε σκηνή, έως ότου έκαμαν τους φύλακες να λαχανιάζουν.

Από τις 5.000 κρατούμενους που είχε ο όρμος έβγαιναν για δουλειά περί τις 3.000. Έμεναν γέροντες ανάπηροι και κοπανατζήδες. Αυτό το βιολί ήταν καθημερινό.

Τα χρόνια που ιδρύθηκε η Γιούρα από το 1946. Μας πήγαν στον 4ο όρμο να κουβαλήσουμε πέτρα για το κτίσιμο των φυλακών. Εκεί ανταμώ­σαμε με τον Σπύρο, Χρήστο Κωτσούλα, τους ερώτησα για τον Βαγγέλη.

Μου λεν αυτός δεν βγαίνει για δουλειά. Δίνει μάχη με τους φύλακες, κρύβεται. Που κρύβεται; σαν να χώνεται μέσα στη γη.

Λέγει ο Σπύρος κάποτε θα τον πιάσουν, τι έχει να τραβήξει.

Λέγει ο Χρήστος αν τον πιάσουν θα τον παν στη συκιά.

Έβλεπες κτίστες, άλλοι χαρμάνια άλλοι ντενεκέδες να κουβαλάνε. Ο 4ος όρμος βασανιστηρίων είχαν όλους τους νέους από 17-40 χρονών. Τα παιδάκια γιατί ήταν στην ΕΠΟΝ ή είχαν βγει στο βουνό όλα τα κατάντησαν άχρηστα. Δουλειά.

Το φαγητό ήταν  100 δράμια ψωμί την ημέρα. Ρεβίθια άβραστα με ζουμί σκέτο νερό. Κουκιά βρώμικα, μακαρόνια μουχλιασμένα. Όλοι οι κρα­τούμενοι και ιδίως του 4ου όρμου έμοιαζαν σαν φαντάσματα. Για να πλυθείς το νερό αλμυρό. Τα πηγάδια που βγάλαμε το νερό ήταν  γλυκό σαν καθάρ­σιο. Ο ιδρώτας και η σκόνη κολλούσε στο σώμα, τα μάτια έγιναν μικρά, αυτιά μαλλιά άλλαζαν το χρώμα του ανθρώπου και δεν γνωριζόμασταν. Εί­ναι πολύ δύσκολα να γράψεις και να περιγράψεις την ζωή των κρατουμένων της Γιούρας.

Άλλοι πώς τα κατάφεραν, έσωσαν τα ημερολόγιά τους και έχουν ακριβή ημερομηνία στο κάθε τι που γινόταν την κάθε μέρα. Όταν βρείτε από αυτά τα βιβλία θα ενημερωθείτε καλύτερα. Εγώ εν περιλήψει γράφω, εκεί θα δείτε τα ονόματα των βασανιστών και τα ονόματα των βασανιζόμενων και δολοφονημένων.

Κάθε μέρα αυτό το παιγνίδι γινόταν. Η πύλη ήταν στενή. Μας βάζανε δύο δύο στην γραμμή με τα χέρια πιασμένοι. Δύο φύλακες ένας εκ δεξιών και ένας εξ αριστερών με τα ρόπαλα στα χέρια. Και όπως περ­νούσαμε την πόρτα δύο δύο, διότι τα ρόπαλα τα είχαν σηκωμένα να μην τις πάρεις ή πίσω σταματούσε ο ένας και ξαναπιανόμασταν, εκεί­νος που έμενε πίσω τον γύρι­ζαν φυλάχτηκε για την μία και έφαγε πε­ρισσότερες.

Τα έργα της Γιούρας τα είχε αναλάβει ένας ονόματι ΣΙΜΑΣΙΣ, λυσσα­σμένο σκυλί. Δεν ήθελε να δει κρατούμενο μέσα σε σκηνή. Εάν ήταν  δυνα­τόν να δουλεύουν και την νύχτα. Οι κρατούμενοι που είχαν από το 1946 εί­χαν ατσαλωθεί πάλευαν με τα θηρία, Μεταξάδες, Γλά­στριδες και άλλους.

 Με τη σκληρή μάχη των κρατουμένων σιγά σιγά περνάμε ορισμένα δι­καιώματα, παρ' όλα τα βασανιστήρια δεν λύγιζαν. Κάθε 8 μέρες φέρνανε βαποριές κρατουμένων από διάφορα μέρη της Ελλάδας.

48-49 φέρανε πολλούς νησιώτες Κρήτες, Μυτιληναίους, Χιώτες δη­λαδή από όλα τα νησιά του Αιγαίου. Όπως γράφω παραπάνω, τους νέους που φέρνανε τους πήγαιναν στο μέρος εκείνο που πήγαν εμάς για την έρευνα. Το μέρος αυτό το ονόμασαν οι κρατούμενοι ο ΓΟΛ­ΓΟΘΑΣ.

Ένας Δημοσιογράφος Γεώργιος Χριστόπουλος είχε έναν στυλό αξίας τον πήρε ένας φύλακας. Την άλλη ημέρα ζήτησε ακρόαση στο Αρχη­φυλα­κείο. Διαμαρτυρήθηκε γιατί του πήραν το στυλό. Εξαναγκάσθη­καν να τον επιστρέψουν.

Από τους ίδιους κρατούμενους, από λιγοψυχιά ή τους φέρανε ως κρα­τούμενους πληρωμένοι και έπαιρναν θέσεις σε διάφορα γραφεία. Εί­χαν γίνει όργανα του Γλάστρα. Αυτοί έκαμαν μεγάλη ζημιά. Πρόδιδαν πως ο τάδε είπε αυτό. Βρήκαν μια μέθοδο, έγραφαν στις σκηνές συν­θήματα Κ.Κ.Ε. κονκάρ­δες στα δέματα. Για τις κονκάρδες εφόσον ήταν στα δέματα τους ήξεραν, ενώ για τα συνθήματα έπιαναν από την σκηνή 2-3-5 όσους αυτοί είχαν στο μάτι. Τους πιάνανε.

Στην βίλα του Γλάστρα έξω από το στρατόπεδο ήταν  ένα ρε­ματάκι, εκεί ήταν ένα δέντρο συκιά. Στη θέση αυτήν κτίσανε ένα κρα­τητήριο χωρίς παράθυρο 3Χ3. Βάζανε άτομα 30-40 όπως καταλαβαί­νετε. Εάν ήταν  δυνα­τόν να χωρέσει τόσους ανθρώπους. Τις λεπτομέ­ρειας σε αυτό θα αφήσω τους Ευάγ. Αγγέλη, Β. Τζίμαν και τον ανιψιό μου Ν.Τσιανάκαν να σας πουν πως κοιμόνταν.

Όλη την νύχτα ακούγαμε τα βογκητά από τα βασανιστήρια. Στην συ­κιά κρεμούσαν τους κρατούμενους από τα χέρια και τα πόδια και τους κάπνιζαν.

 Περί ιατρικής περιθάλψεως

 Υπήρχαν λίγοι γιατροί τους οποίους τους είχαν για το προσω­πικό της διοικήσεως.

Κρατούμενος γιατρό δεν έβλεπε. Μόνο όταν πέθαινε κανένας, έκαμαν την έκθεση, απεβίωσε από την τάδε αρρώστια ή και από βασανιστή­ριο. Το έριχναν σε παθολογική αρρώστια, πολύ σπάνια αν έστελναν κανένα στην Σύρο.

 Το συσσίτιό μας

 Κάθε Κυριακή μας δίνανε κρέας. Το κρέας αυτό ήταν σάπιο και με σκουλήκια. Παθαίναμε δηλητηρίαση. Το τι γινόταν, τα αποχω­ρητήρια ήταν κοντά στην παραλία. Απόσταση από 50 μέτρα έως 300 οι μακρινές σκηνές.

Έστω και το ψιλό σου έπρεπε τη νύχτα να πας εκεί, 5.000 άτομα όλη την νύχτα άλλοι γύριζαν άλλοι πήγαιναν σαν τα μερμήγκια.

Όταν παθαίναμε δηλητηρίαση, ποιος προλάβαινε να πηγαίνει. Και αν προλάβαινε τα αποχωρητήρια γεμάτα, άλλοι γίνονταν απάνω στους εμετούς βρωμούσε ξινίλες. Εφόσον λερωνόσουν με τι να αλλάζεις; Με τι νερό να πλυθείς; Ουρά χίλια άτομα και πλέον ξαπλωμένοι στο έδαφος να βογκάνε αχ! πεθαίνω.

Εκτός αυτού είχαμε και απώλειες. Όλα γίνονταν σκόπιμα και οργα­νω­μένα πως και με τι μέθοδο να εξοντώσουν αυτά τα νιάτα, αυτά τα Ελληνό­πουλα. Επειδή πολέμησαν στην Αλβανία. Επειδή πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά του κατακτητή ή ότι ήταν στην ΕΠΟΝ παιδάκια ή ήταν  όλοι κομμουνιστές; Τι φταίγανε οι γερόντοι από 60-70 και άνω χρόνων. Τι φταίγανε τα παιδάκια από 16-20 χρονών.

 Για την αλληλογραφία

 Δεν είχαμε χρήματα ούτε για ένα γράμμα ούτε δύο δραχμές. Κάναμε ότι μπορούσαμε να οικονομήσουμε δύο δραχμές να στεί­λουμε ένα γράμμα στα σπίτια μας. Έκαναν διαλογή για την κάθε πε­ριφέρεια όπου αυτοί ήθελαν να παν τα γράμματα. Άφηναν τα γραμμα­τόσημα. Τα 2/3 τα βγάζανε και τα γράμματα πετάγονταν στον κάλαθο των αχρήστων.

Όταν οι αντάρτες σημειώνανε καμιά επιτυχία, όπως η κατάληψη της Καστοριάς, Φλώρινα, Γρεβενά, Καλ/κα, Καρδίτσα, καταλαβαίναμε από αυ­τούς. Άρχιζε η τρομοκρατία βρισιές, ξύλο αναστατωμένοι. Λέ­γαμε κάτι έγινε. Το στρατόπεδο είχε μεγάλη κατασκοπεία. Τα μαθαί­ναμε όλα ότι γινό­ταν με τις επιχειρήσεις. Και ότι γινόταν στο στρατό­πεδο μαθαίνονταν στην Αθήνα. Έγραφε ο τύπος. Η απαγόρευση ήταν  τόσο αυστηρά για να μη μα­θευτεί το τι όργια γινόταν στα στρατό­πέδα.

Και όμως ότι γινόταν σήμερα την άλλη ημέρα δημοσιευόταν στον τύπο. Πως έβγαιναν οι πληροφορίες και γίνονταν γνωστό δεν το γνω­ρίζω. Γνω­ρίζω μόνον και εφημερίδες έμπαιναν στο στρατόπεδο, με πολύ μυστικότητα.

 Ο άνθρωπος θηρίο

 Παρ' όλα τα δεινά πείνα, ξύλο, νερό αλμυρό, ξυπόλυτοι, πα­πούτσια δεν υπήρχαν κάναμε τσόκαρα ξύλινα, όσο περισσότερη κα­κοποίηση τόσο θηρία γινόμασταν. Αλύγιστοι, άκαμπτοι δίναμε τη με­γαλύτερη μάχη αψηφώντας τη ζωή μας.

Οι δεσμοφύλακες βασανιστές κουράστηκαν και ζητούσαν μετάθεση. Άρχισαν οι μεταθέσεις. Οι νέοι που ερχόντουσαν ώσπου να προσαρ­μοστούν περνούσε λίγος καιρός. Η χωροφυλακή περιορίστηκε μόνο στη σκοπιά, δεν έπαιρνε μέρος έμειναν μόνον οι φύλακες των φυλα­κών.

 Μια μέρα Κυριακή είναι μέρα αξέχαστη

 Διαταγή του Γλάστρα όλοι οι κρατούμενοι στο θυρωρείο. Εκείνοι που ήταν κοπανατζήδες δεν ήταν δυνατόν να τους βγάλουν για δουλειά. Γινόταν κυνηγητό από σκηνή σε σκηνή.

Ήταν ο Γλάστρας μόνος του με το βούρδουλα, έκαμε διαλογή. Άφηνε μόνο γερόντους, αναπήρους.

Ερωτά ποιος είναι άρρωστος να βγει έξω από την γραμμή.

Βγαίνει ένας.

-Τι έχεις βρε πούστη;

-Έχω κατεβασιά (δηλαδή ορχίτιδα) πρησμένος.

Του λέγει κατέβασε τα βρακιά σου βρε.

Κατεβάζει τα βρακιά του.

-Α! να είχα και γω τέτοια. Μια κλωτσιά με το πόδι του απάνω στο πρήσμα.

-Ωχ! πέφτει κάτω, βγαίνει και ένας άλλος βλάκας.

-Τι έχεις βρε;

-Έχω αμοιβάδες.

-Κάτω τα βρακιά σου, βρε. Κατέβασε τα βρακιά. Σκύψε βρε. Σκύβει. Παίρ­νει ένα καλάμι από έναν φύλακα. Να δω βρε, σκύψε πούστη, τον κοπανά τον καλάμι στον πισινό.

-Ωχ! κάτω κι αυτός φωνές, κλάματα.

 Αυτά τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια.

Μας πήγαν στον όρμο. 1ος όρμος, 2ος και 4ος, το πόσοι ήμα­σταν δεν μπορώ να αριθμήσω, μερμήγκια. Περί τα 500-600 μέτρα στο βουνό εί­χαν συγκεντρώσει πέτρες για να της μεταφέρουμε στο μέρος που κτίζανε τις φυλακές. Η ανηφοριά ήταν  με κλήση 70%. Κάθε εκατό μέτρα είχαν δύο δήμιους ένας εξ αριστερών και ένας εκ δεξιών, έπρεπε να περνάς ανάμεσά τους. Από την μια μεριά προς τα πάνω, το ίδιο είχαν και προς τα κάτω. Το βάδισμα έπρεπε να είναι γρήγορο. Εάν δεν έφτανες τον μπροστινό σου, τα καδρόνια λειτουργούσαν. Και όταν έφτανες στο μέρος που ήταν  η πέτρα, να αρπάξεις ότι σου τύ­χαινε μπροστά σου, όχι να διαλέξεις. Μπορούσες ή δε μπορούσες να την σηκώσεις; Έπεφτε το ξύλο και όταν κατεβαίναμε τροχά­δην. Από το ένα μέρος ανεβαίναμε και από το άλλο κατεβαίναμε τροχάδην. Τα τσόκαρα τα χάσαμε κόπηκαν τα λουριά. Ξυπόλήτοι. Τα θυμάρια, αγκά­θια, πέτρες κοφτερές μάτωσαν τα πόδια, ο ιδρώτας βγήκε από τα ρούχα.

Δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορούσαμε. Ξάπλα όλοι κάτω, άλλοι παν να πέσουν στην θάλασσα.

Όλα τα είχαν πιασμένα τα πόστα. Είχαν ανθρώπους που γνώριζαν κο­λύμπι και όσοι πήγαν να αυτοκτονήσουν τους έβγαζαν. Το τι βασανι­στήρια τους έκαμαν δεν μπορεί νους να το χωρέσει. Σαν φέραμε τρεις δρόμους πέτρα χτύπησαν εκείνη την ημέρα λίγους. Μέχρι ώρα 12 το μεσημέρι πήγαμε στις σκηνές ράκη πτώματα, ούτε φαγητό φάγαμε.

Εάν σας φανούν παράξενα, σας λέγω ότι τα μισά γράφω από όσα έγι­ναν.

 Αντικατάσταση Γλάστρα με Μπουζάκη

 Δεν ενθυμούμε ακριβώς ποιο μήνα τέλος '48 αρχάς '49 δεν το θυμού­μαι. Εκείνο που θυμούμαι τη χαρά του στρατοπέδου, φεύγει ο τύραννος. Ο Μπουζάκης ήταν λίγο καλύτερος. Δεν έβγαινε να χτυπά όπως ο Γλάστρας, αν δε χτυπούσε πενήντα την ημέρα δεν ησύχαζε. Σε όλους τους όρμους είχαν βάλει μεγάφωνα.

Πρώτος μας ήρθε ένας ιεροκήρυκας Προκόπιος και δεύτερος ένας Στυλια­νός. Κάθε βράδυ μας συγκέντρωναν στην πλατεία να ακούμε το λόγο. Μας έλεγε παρακαλάτε τον Θεό να σας βγάλει από εδώ μέσα.

Η απάντηση των κρατουμένων ήταν  ποιος Θεός θα μας βγάλει, εσείς είστε ο Θεός. Εσείς μας κλείσατε στα συρματοπλέγματα και στο κα­ταραμένο αυτό νησί.

Μας κρατούσαν πάνω από μία ώρα όρθιους. Κι αυτό σιγά σιγά έσπασε δεν πηγαίναμε στην πλατεία. Ο λόγος του στρεφόταν περί υλισμού.

 Ο Σεβασμιώτατος Σύρου

 Ήρθε ο Δεσπότης της Σύρου να κάμει λειτουργία στον πρώτο όρμο. Εί­χαμε κάμει ένα εικονοστάσιο με προεξοχή στην πλατεία. Μας συγκέντρω­σαν όλο το στρατόπεδο από όλους τους όρμους. Ντύθηκε ο Δεσπότης είχε και άλλους παπάδες που τον έντυναν. Έβαλε τα χρυσά άμφια τη Μήτρα, τη χρυσή Ράβδο.

Άρχισε η λειτουργία. Ψαλτάδες είχαμε μουσικάνους βυζαντινής. Εμείς παρά το μίσος που είχαμε όχι στους ιερείς αλλά από την σκλη­ρότητα που είχαν, το μίσος που έτρεφαν για μας, επειδή από μικροί συνηθισμένοι στην εκκλησία μας άρεσε να ακούμε λειτουργία. Έπειτα από χρόνια, όταν έφτασε στο Πολυχρόνιο, ο Δεσπότης φωνάζει Πο­λυχρόνιο....τίποτε οι ψαλτάδες. Ξαναφωνάζει.

Του λεν οι ψαλτάδες ότι εμείς δεν πρεσβεύουμε ανθρώπους μόνο τον Θεό.

Βάζει τις φωνές ο Δεσπότης. Καλεί την φρουρά, ρίξτε στο κρέας, σκοτώστε τους κομμουνιστές.

-Διατάζω πυρ.

Η φρουρά τίποτε, ορμά να πάρει αυτός όπλο. Φώναζε σαν λυσσασμέ­νος. Ρίξτε αυτούς και επτά μέτρα μέσα στη γη πάλι θα βγουν.

Έγινε πανδαιμόνιο. Όλοι οι κρατούμενοι σε πέντε λεπτά εξαφανίστη­καν μπήκαν στις σκηνές, έμειναν μόνο ο Δεσπότης με την ακολουθία του, όλοι οι φύλακες. Εξαναγκάσθηκε να γδυθεί και κατ' ευθείαν στο καΐκι.

(Για το ίδιο περιστατικό διαβάστε τη μαρτυρία ενός άλλου αγωνιστή της αντίστασης .. Τάκης Τυρταίος... )

 Μάρτυρες του Ιεχωβά

 Μας φέρανε περί τους 100 περίπου μάρτυρες του Ιεχωβά. Τους έβαλαν στην 2η πτέρυγα του πρώτου όρμου το έτος 1949. Αυ­τούς δεν τους ενο­χλούσαν ούτε για δουλειά. Στο στρατόπεδο είπαν να μην τους πλησιάζουμε να τους αποφεύγουμε.

Αυτοί περνούσαν πλούσια ζωή. Με τα κρεβάτια τους, τα πλούσια φα­γητά, καλοντυμένοι κ.λ.π. Δεν τους απαγόρευε να έρθουν σε επαφή με κρα­τουμένους. Εμείς δεν τους πλησιάζαμε. Μερικοί μόνο αφελείς, πραγματάκια πήγαιναν να τους δώσουν, κανένα πιάτο φαγητό. Άρχι­σαν την προπαγάνδα, έδιναν ρούχα. Με μυστικό τρόπο διοχέτευαν τα περιοδικά τους, "Ξύπνα" & "Σκοπιά". Άρχισαν να κάμουν προσηλυ­τισμό.

Έγιναν μερικοί Ιεχωβάδες, όσοι έγιναν έτρωγαν από εκεί.

Λέγαμε μα πλούσιοι είναι; Πως κάθε ημέρα το καΐκι να έρχεται. Δεν γνωρίζαμε τι οργάνωση είναι. Το μάθαμε.

Αυτοί οι δήθεν Έλληνες προτιμούσαν καλύτερα να γίνεις Ιεχωβάς, παρά κομμουνιστής.