Στρατοδικείο

Στο στρατοδικείο

Περνούσαν οι χωριανοί μου άτομα και λοιποί, δικηγόρο είχαν τον Πα­παθανασιάδη. Τους είπε να τα ρίξουν όλα σε βάρος μου για να σωθούν. Στην απολογία τους έλεγαν ο Ράπτης αυτός μας οργάνωνε αυτός, αυτός.

Στέλνει ο Βασιλικός επίτροπος Λαγάνης δύο στρατιώτες να μου φέ­ρουν σε αντιπαράσταση με τους χωριανούς μου.

 Μου λέγει ο Λαγάνης, τι έχεις να πεις. Εδώ εσένα κατηγορούν για όλα.

-Σηκωθείτε απάνω πέστε τα για να τα ακούσει.

Σηκώνονται αυτός και οι δικαστές. Εάν δεν υπήρχε αυτός δεν θα ήταν κανέ­νας οργανωμένος.

ΟΓιάννης Τσέτσιλας, αυτός κε Πρόεδρε μας

Μεταφορά στο νησί Τρίκερ Βόλου

 Στο νησί Τρίκερ ήμασταν περί τους χίλιους κρατούμενους. Τη Δ/νση την ανέλαβαν οι κρατούμενοι, κάναμε λόχους διμοιρίες. Τρεις λόχοι, 1ος-2ος-3ος.

1ος λόχος Λοχαγός Βασ. Δήμος. Διανομέα σε γράμματα και επιταγές βάλανε εμένα. Η ζωή ήταν καλή και το συσσίτιο επίσης. Το μόνο ότι οι σκηνές ήταν  μικρές, κάθε δύο άτομα. Σκάβαμε στη γη και από επάνω τη σκηνή. Με τις βροχές πότιζε η γη υγρασία, ρούχα για σκέ­πασμα δεν είχαμε, μόνον από μία κουβέρτα. Χειμώνας.

Από τα Τρίκαλα φύγαμε τον Δεκέμβρη του '47. Εκεί δεν είχαμε κακο­ποιή­σεις περάσαμε καλά.

Τον Μάρτη 1948 δραπέτευσαν τρεις κρατούμενοι, τον έναν τον θυ­μάμαι, ήταν ο Αθανάσιος Μυλωνάς από τον Αμάραντο Καλ/κας, ο οποίος και πιά­στηκε. Οι άλλοι δύο έφυγαν. Τον φέρανε στο νησί. Το τι υπέστη αυτός ο άνθρωπος δε λέγεται. Με το να ακούς μόνον τρο­μάζεις.

 Ένα όνειρο

 Ξημερώνοντας 16η Μάρτη 1948. Στις 15 το βράδυ βλέπω ένα όνειρο.

«Βρέθηκα στο χωριό, φοβούμενος έφυγα προς το βουνό. Απάνω από το χωριό θέση Βαρκά συναντώ τον Κώστα Γκούτσια, είχε πρόβατα.

Του λέγω, βρε Κώστα, μη με φάνε τα σκυλιά και ερχόντουσαν απάνω. Είχα πάρει ένα ξύλο στα χέρια. Το ένα ήταν  μεγάλο άσπρο το άλλο ήταν μακρύ και λεπτό. Όπως βάδιζα και αυτά ερχόντουσαν κατ' επάνω μου να γαβγίζουν. Βρέθηκα σε μία γέφυρα ξύλινη. Το ισχνό έφτασε απάνω μου να με αρπάξει από πίσω. Γυρίζω να το χτυπήσω με το ξύλο. Μου βουτά το αρι­στερό πόδι από τα δάκτυλα εγώ το κτυ­πούσα με το ξύλο στο κεφάλι. Όπως το κτυπούσα πετάχτηκαν έξω. Τα θυμάμαι κόκκινα. Η γέφυρα κόπηκε στα μισά, πέφτει το σκυλί κρε­μασμένο από το πόδι μου. Εγώ συνέχιζα να το κτυπώ οπόταν ξεκόλ­λησε από το πόδι μου και έπεσε κάτω. Το δε λευκό όσο γάβγιζε μόνο.»

Ξύπνησα τρομαγμένος. Το πρωί παίρνω την κλήση. Το ίδιο ακριβώς όνειρο το βλέπω στις φυλακές Τρικάλων την Παρασκευή το βράδυ ξημερώ­νοντας Σάββατο 14-15 του μήνα. Ούτε την παραμικρή παρά­λειψη. Είχε ακριβώς όπως το πρώτο και το δεύτερο. Τα ίδια σκυλιά το ίδιο μέρος, ο ίδιος ο Γκούτσιας, η ίδια η γέφυρα.

 Μεταγωγή στα Τρίκαλα

 Στις 15 Μαρτίου 1948 παίρνω την κλήση. Ημέρα δικάσιμος 17 Μάρτη δύο ημέρες.

 Στις 15 το βράδυ στο μεταγωγό Βόλου. Το μεταγωγό ήταν  φούσκα γεμάτο από κρατούμενους, όλη την νύχτα όρθιοι στα πόδια ξημερώ­σαμε.

Στις 16 στα Τρίκαλα στις φυλακές. Εκεί βρήκα και τον καπετάν Αδα­μά­ντιο Καφαντάρη.

Στις 17 του μηνός ήμουν για το στρατοδικείο. Το πρωί φωνάζει όσοι εί­ναι για δικαστήριο να περάσουν έξω. Βγήκαμε έξω. Φωνάζουν τα ονόματα. Εμένα δε με φωνάζουν.

Μου λέγει ο Δ/ντής ότι η δική σου δίκη αναβάλλεται.

Γιατί αναβλήθηκε. Αυτό μου το είπε ο Δικηγόρος Αλέξανδρος Μά­ντζα­ρης. Από της 17 Μάρτη ορίστηκε στις 17 του Μάη επικοινωνία με κανέναν.

Στις 16 του Μάη παίρνω την κλήση για την επομένη το δικαστήριο. Στις 16 το βράδυ ήρθε ο Αλέκος Μάντζαρης, με φωνάξανε στο επι­σκεπτήριο.

Μου λέγει, εσύ είσαι ο Ράπτης;

- Ναι εγώ.

- Είμαι ο δικηγόρος σου. Αύριο περνάς στο στρατοδικείο. Μου ανέ­θεσαν οι δικοί σου, πρέπει όμως να σου πω την αλήθεια. Η δική σου η δίκη είναι μία από τις 100 στην Ελλάδα, δεν θέλω να σου πω ψέματα. Διάβασα την δικο­γραφία σου. Ελπίδα ζωής για σένα δεν υπάρχει, ούτε μία στις χίλιες. Εάν περνούσες στις 17 του Μάρτη η σύνδεση του δικαστηρίου ήταν καλή. Ο Παπαθανασιάδης ανέβαλε την υπόθεσή σου. Το αυριανό δικαστήριο είναι από αυτά που αναλαμβάνουν τις πιο σοβαρές υποθέσεις. Εφόσον σου τα είπα αν θέλεις να αναλάβω χωρίς να σε πλανέψω, δε ζεις.

Του λέω, να αναλάβεις.

Σκεφτείτε την αγωνία μου όλη την νύχτα. Οραματιζόμουν διάφορα πράγματα, ας ήταν  ανοιχτά τα μάτια μου, δεν έκλεισαν σκεπτόμουν το θά­νατο, όχι ότι φοβάμαι το πως θα με σκοτώσουν αλλά την τιμω­ρία.

Κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις. Τα χαράματα έβγαζαν τους μελλοθά­νατους και τους άρχιζαν με τα μαχαίρια να τους χτυπάν στις πλάτες έως ότου φτάσουν στο μέρος εκτελέσεως σχεδόν εκτελεσμένοι.

Το προαύλιο της φυλακής το πρωί ήταν  με αίματα.

Ημέρα Δευτέρα 17 Μάη 1948

Κατηγορούμενοι στη δικάσιμο ήμασταν τρεις. Ώρα 9 π.μ. στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Το ακροατήριο γέμισε από λαό. Προτού αρχίσει το δικαστήριο έρχεται ο Κλεόβουλος Γιαννούσης, δικηγόρος τότε.

Φωνάζει το όνομά μου, μου λέγει.

- Με βάλανε για την υπεράσπισή σου αλλά παραιτούμαι.

-Του λέγω γιατί δεν το λέγατε από χθες.

 Δεν μου απαντά. Γύρισε να φύγει, του λέγει ο Μάντζαρης,

- Κε  Κλεόβουλε, σας παρακαλώ καθίστε, ο άνθρωπος κινδυνεύει.

- Δεν μπορώ λέγει και έφυγε.

 Πρώτος κατηγορούμενος ήταν  ένα παιδί γύρω στα 18 χρόνια. Η υπόθεση του παιδιού δεν κράτησε ούτε ένα τέταρτο, απελλάγη.

Δεύτερος κατηγορούμενος ένας από τα Βανακούλια. Οι μάρτυρες του χω­ριού του, μαυροφόρες γυναίκες, δριμύ κατηγορώ, τον ενοχοποιού­σαν για φόνους. Στην απολογία του δεν μπόρεσε ούτε λέξη να πει, ζήτημα να κρά­τησε μία ώρα. Δικάστηκε πεντάκις σε θάνατο. Ώρα 10:30 π.μ. άρχισε η δική μου δίκη.

Μάρτυρες κατηγορίας 17 από Σταγιάδες, Κακοπλεύρι, Αγνατιά. Πρώ­τος μάρτυρας κατηγορίας κλήθηκε ο Γεώργιος Αθανασούλας, ο οποίος άρχισε να με κατηγορεί.

-Αυτός κ. Στρατοδίκες ήταν  καπετάνιος της περιφέρειας, έλυνε και έδενε. Εμένα μαζί με την οικογένειά μου μας συνέλαβε και μας έστειλε προς εκτέ­λεση. Εννέα άτομα μου πήρε, όλα μου τα πράγματα κ.λ.π.

Τον ρωτά ο Πρόεδρος,

- Κε Μάρτυς θέλω να μας πεις συγκεκριμένα πράγματα, το ότι ήταν καπετά­νιος το ξέρουμε. Τι ακριβώς έκαμε, ποιόν εκτέλεσε ποιόν λεη­λάτησε, ποιόν εμπρησμό έκαμε.

Απαντά:

-Κοι Στρατοδίκες αυτός δεν παρουσιαζόταν αλλά διέταζε, έλεγε ο τάδε θέλει εκτέλεση. Τον έπαιρναν και τον εκτελούσαν.

- Πες ποιόν έναν.

- Μάρτυς: Δεν δείχνονταν.

- Πρόεδρος: κ. Μάρτυς δεν μας τα λες καλά, έναν ποιόν...

- Μάρτυς: Μα σας είπα δεν πήγαινε έστελνε.

- Πρ: Άλλο τι έκαμε λεηλασίες ποιες και ποιόν;

- Μάρτυς: Δεν πήγαινε αυτός.

- Πρ.: Σε ποιόν εμπρησμό;

- Μάρτυς: Μα σας είπα κε Πρόεδρε δεν πήγαινε διέταζε.

- Πρ.: Τι έχεις άλλο;

- Μάρτυς: Στρατολογούσε τα παιδιά και τα έβγαζε έξω.

-Πρ.: Το λόγο ο κύριος συνήγορος.

Εκείνη την ώρα έρχεται ο Αθανάσιος Παπαιωάννου. Ο δικηγόρος μπαίνει στην έδρα. Δήλωσε ότι αναλαμβάνει την υπεράσπιση του κα­τηγορουμένου. Ήρθε αυθόρμήτα μόνος του. Παίρνει τον λόγο ο Μά­ντζαρης. Έκαμε ερωτή­σεις στον Αθανασούλα. Τον έφερε σε αμηχανία.

- Πρόεδρος: Το λόγο ο άλλος συνήγορος.

Παπαιωάννου: Εάν κ. Δικαστές ήταν όλοι σαν τον κατηγορούμενο δε θα είχαμε καθόλου θύματα. Γνωρίζω το μάρτυρα και τον κατηγορού­μενο. Γνω­ρίζω και προπολεμικώς το μίσος του μάρτυρα εναντίον του κατηγορούμε­νου. Είμαι από το Καστράκι και ανήκα στον ΕΔΕΣ και μας διέλυσε ο ΕΛΑΣ, κατέπεσα στα χέρια τα δικά του. Όχι μόνον εγώ αλλά και άλλοι όπως ο Δασονόμος Παπαδόπουλος, τα αδέλφια μου, οι γονείς μου. Μείναμε τρεις μήνες μαζί του, όχι μόνον δεν κακοποίησε αλλά φύλαξε την περιφέ­ρειά μας. Μέσα στο διάστημα τριών μηνών δεν θα βλέπαμε τίποτε γι' αυτόν, ενώ παντού άκουγες σκοτωμούς, εμπρησμούς κ.λ.π.

 Τότε ο Επίτροπος Λαγάνης του λέγει:

-Εσύ δεν είσαι για συνήγορος είσαι μάρτυρας υπερασπίσεως. Κατέβα και έλα σαν μάρτυρας.

Κατέβηκε από την έδρα για μάρτυρας. Μόλις τελείωσε την κατάθεσή του, διέκοψε το δικαστήριο. Βγήκε και ο Θανάσης στην αίθουσα. Τον καλεί ο Κώστας Παπαδόπουλος δήθεν να του πει κάτι. Βγήκαν έξω από την πόρτα, του δίνει δύο χαστούκια του Θανάση.

 Όταν συνεδρίασε το δικαστήριο που Θανάσης, δεν ξαναγύρισε. Αυτό εκμε­ταλλεύτηκε ο Μάντζαρης.

Και μέσα στο δικαστήριο τρομοκρατούν και τους δικηγόρους και, εάν κε Δικαστά θέλουμε να φέρουμε και εμείς μάρτυρες απ' έξω, έχουν σκοπιά μην τυχόν και μπει κανείς να υποστηρίξει τον κατηγορούμενο. Μόλις τώρα χτύ­πησαν το δικηγόρο Παπαιωάννου, πώς είναι δυνατόν να δικάσουμε μια σο­βαρή υπόθεση, πώς θα βρούμε την αλήθεια;

Ο Κώστας Παπαδόπουλος έγινε όργανο του Αθανασούλα και Παπαθα­να­σιάδη.

 Δεύτερος Μάρτυς Κατηγορίας, Αθανάσιος Παπαβασι­λείου, Κακοπλεύρι.

 Αυτός παρουσιάσθηκε με παλιόρουχα ξεσκισμένα να δείξει ότι του πήρα τα ρούχα, του έκαψα το σπίτι κ.λ.π.

Του λέγει ο Πρόεδρος,

- Πες μας Μάρτυς τι έκαμε ο κατηγορούμενος.

- Μάρτυς: βλέπετε κε Πρόεδρε δεν μας άφησαν τίποτε, μας άφησαν γυμνούς ούτε ρούχα να φορέσουμε δεν έχουμε μου έκαψαν το σπίτι κ.λ.π.

Πρόεδρος: Αυτός σου έκαψε το σπίτι; Τον είδες και ποιος τον είδε ότι σου έκαψε το σπίτι;  

Μάρτυς: Δεν πήγαινε αυτός κ. Πρόεδρε, αυτός διέταζε.

Πρ.: Δικάζουμε, θέλουμε συγκεκριμένα πράγματα, αυτός έκαψε το σπίτι; Αυτός σου πήρε τα ρούχα;

Μάρτυς: Κε Πρόεδρε δεν πήγαινε ο ίδιος αλλά αυτός διέταζε.

Πρ.: Θέλω να μου πείτε αυτός τι έκαμε ο ίδιος.

Μάρτυς: Αυτός κε Πρόεδρε έλυνε και έδενε. Ήταν  ένας από τους με­γάλους καπεταναραίους, όταν ήταν  να κάψουν να λεηλατήσουν να σκοτώσουν διέ­ταζε άλλους, αυτός δεν φαίνονταν.

Πρ.: Το λόγο ο συνήγορος.

Τον βουτά ο Μάντζαρης,

-Κε Μάρτυς, μας ήρθες με τα παλιόρουχα ξεσκισμένα και λερωμένα. Ξε­σκισμένα ναι, αλλά και λερωμένα; Μήπως και αυτού ο κατηγορού­μενος σας έκοψε και το νερό να τα πλύνεις;

 Κε Δικαστά, όλα φτιαχτά. Μας παρουσιάζεται με τα κουρέλια, ενώ σήμερα βάζουν κουστούμια όλοι. Η «ούντρα» γέμισε τουλάχιστον από ρουχισμό όλη την Ελλάδα.

 Του έκαμε ερωτήσεις στα θέματα της κατηγορίας και απαντήσεις ήταν ότι μόνος δεν πήγαινε διέταζε.

Πρ.: Μας φάγατε με το διέταζε, απάντησε στον συνήγορο αυτά που σε ερωτά.

Τα έχασε, ο φουκαράς δεν μπορούσε να απαντήσει.

 Τρίτος Μάρτυς, Δημ. Προύτσος Κακοπλεύρι

 Πρ.: Πες μας μάρτυς τι γνωρίζεις;

Μάρτυς: Ήταν  καπετάνιος.

Πρ.: Καλά το γνωρίζουμε Καπετάνιος, τι έκαμε;

Μάρτυς: Πάντως κακά δεν έκαμε, στο χωριό μας καλά φέρθηκε, σε άλλα χωριά δεν ξέρω.

Πρ.: Σκότωσε κανέναν;

Μάρτυς: Δεν ξέρω.

Πρ.: Δεν έμαθες; Εμπρησμό έκαμε;

Μάρτυς: Δεν καταλαβαίνω.

Πρ.: Έκαψε, έβαλε φωτιά σε κανένα σπίτι;

Μάρτυς: Δεν ξέρω, δε το άκουσα.

Πρ.: Έπαιρνε πράγματα από σπίτια;

Μάρτυς: Δεν ακούστηκε τέτοιο πράγμα.

Πρ.: Ο συνήγορος.

-Κοι Δικαστές, απόδειξη καθαρή, ούτε προηγούμενοι μάρτυρες μας είπαν κάτι το συγκεκριμένο, ούτε ο παρών μάρτυρας μας λέγει, ήταν καπετάνιος, καλά ωραία ήταν καπετάνιος. Η κατηγορία του κατηγο­ρουμένου είναι μόνο ότι ήταν καπετάνιος. Αυτός διέταζε δεν πήγαινε, τα ίδια ακούμε.

 Μάρτυρας Χρήστος Τσίτσαρης από Κακοπλεύρι

 Πρ.: Πες μας μάρτυς τι γνωρίζεις για τον κατηγορούμενο;

Μάρτυς: Τι να ξέρω κε Πρόεδρε, εγώ το παιδί μου σκοτώθηκε.

Πρ.: Ποιος το σκότωσε, αυτός;

Μάρτυς: Όχι αυτός, αλλά το επιστράτευσαν και σκοτώθηκε σε μάχη.

Πρ.: Αυτός το επιστράτευσε;

Μάρτυς: Έτσι λεν.

Πρ.: Ήρθε από το σπίτι και το πήρε με τη βία;

Μάρτυς: Δεν ήρθε, δεν το είδα.

Πρ.: Πόσα χρόνια είχε το παιδί σου;

Μάρτυς: Είκοσι τρία.

Πρ.: Και γιατί δεν πήγε στρατιώτης;

Μάρτυς: Δεν πήγαν και άλλα παιδιά στην ηλικία του.

Πρ.: Θα του άρεσε φαίνεται του γιου σου. Μήπως έμαθες εάν τον σκότωσε ο κατηγορούμενος εκεί πάνω που ήταν;

Μάρτυς: Όπως έμαθα σκοτώθηκε από αεροπλάνο.

Πρ.: Μήπως γνωρίζεις εάν ο κατηγορούμενος σκότωσε κανέναν από το χω­ριό σου;

Μάρτυς: Δεν έμαθα ούτε άκουσα.

Πρ.: Φωτιά έβαλε σε σπίτια;

Μάρτυς: Δεν έμαθα ούτε είδα.

Πρ.: Πράγματα έπαιρνε από σπίτια;

Μαρ.: Όχι δεν έκαμε τέτοια πράγματα, πάντως στο χωριό μου καλά φέρ­θηκε.

Πρ.: Το λόγο ο συνήγορος Μάντζιαρης.

Μάντζιαρης.: Για πες μας μάρτυς είπες ότι το παιδί σου σκοτώθηκε σε μάχη. Είπες ότι το επιστράτευσε, είσαι βέβαιος ότι ο κατηγορούμενος το επιστρά­τευσε;

Μάρτυς: Έτσι λένε. -

Μάντζιαρης.: Εσύ τι ξέρεις, τι έμαθες; Η μήπως το παιδί σου πήγε μόνο του.

Μάρτυς: Είχαν τρελαθεί κι αυτά.

Ώρα μία μεσάνυχτα. Το δικαστήριο διέκοψε για την επομένη ημέρα Τρίτη 18 Μάρτη. Η αίθουσα του ακροατηρίου ακόμη γεμάτη από κό­σμο. Κι αυτό το βράδυ με αγωνία χωρίς να κλείσω μάτι.

Την άλλη μέρα ώρα 9:30 στην κλούβα μόνος μου και στο Δικαστήριο.

 Πέμπτος Μάρτυς Κατηγορίας, Κων/ος Παπαδόπουλος Αγνατιά

 Πρ.: Για λέγε μας μάρτυς τι γνωρίζεις εσύ για τον κατηγορούμενο;

Μάρτυς: Εγώ κε Πρόεδρε δεν έτυχε να είμαι στο χωριό όταν πιά­στηκε. Εάν ήμουν δε θα καθόμασταν δυο ημέρες εδώ ορθοστασία. θα τον σκότωνα εκεί. Ήταν  όμως ένας μεγάλος αρχηγός. Ότι έκαμε τα έκαμε τόσο μυστικά που να μην μπορείς να τον καταλάβεις, έβαζε άλλους χωρίς αυτός να φαίνεται.

Πρ.: Λέγε μάρτυς τι άλλο γνωρίζεις;

Μαρ.: Σας είπα κε Πρόεδρε δεν έπρεπε να φτάσει εδώ, εφόσον έφτασε εδώ τυραννιόμαστε τόσοι άνθρωποι για έναν εγκληματία.

 Πρ.: Εσείς φταίτε γιατί να τον φέρετε εδώ και εσείς κουραζόσαστε και εμείς με αυτόν δύο μέρες. Το λόγο ο συνήγορος.

 Μάντζ.: κε Μάρτυς, μας είπες ότι αν τον συναντούσες εσύ θα τον σκότω­νες. Δεν μας είπες τι έκαμε, ποια τα επιβαρυντικά.

Μάρτυς: Εσείς πρέπει να ντρέπεστε, εσείς πάρτε τα λεπτά, εμείς πο­λεμάμε στα βουνά τους πιάνουμε και σεις τους υποστηρίζετε.

Πρ.: Ε! όχι κι έτσι, είναι νόμος.

Μάρτυς: Δεν έχουμε να κάνουμε καμιά ερώτηση.

Το δικαστήριο τον κατάλαβε που είχε αγριέψει και τον έδιωξε, χωρίς να δώ­σει καμιά απάντηση στον συνήγορο.

  Έκτος Μάρτυρας Κατηγορίας, Γεώργιος Πούλιος Στα­γιάδες

  Πρ.: Λέγε μάρτυς και σύντομα, θα φάμε όλη την ημέρα.

 Μάρτυς: Κε Πρόεδρε, ήταν ένας δερβέναγας, άμα τολμούσε να του πει κα­νένας τίποτε σε έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπως τον αδελφό μου. Τον έστειλε στο Αγιόφυλλο και τον σκότωσαν.

Πρ.: Αυτός τον συνέλαβε και τον έστειλε στο Αγιόφυλλο;

Μάρτυς: Έβαζε άλλους, έφερε το Γαλάνη και άλλους και πήραν τον αδελφό μου και τον σκότωσαν.

Πρ.: Αυτός με τα χέρια του σκότωσε κανέναν;

Μάρτυς: Ήταν  πολύ πονηρός με τα χέρια του δεν σκότωνε, έβαζε άλ­λους.

B.Επ.: Για λέγε μου μάρτυς πού τον πιάσατε και πώς τον πιάσατε;

Μάρτυς: Ήταν κρυμμένος σε ένα ρέμα μεταξύ Σταγιάδες και Οξύνεια, ήταν μέσα στα κέδρα. Σηκώνεται όρθιος, αμάν μη με σκοτώνετε και έτσι τον πιά­σαμε.

B.Επ.: Εφόσον τον πιάσατε γιατί δεν τον εκτελούσατε εκεί και μας τον φέ­ρατε εδώ να βασανιζόμαστε δύο ημέρες;

Μάρτυς: Αν τον έπιανα θα τον μακέλευα εκεί εγώ.

Όλο το ακροατήριο γέλασε. Και το δικαστήριο χαμογέλασε.

Πρ.: Το λόγο ο συνήγορος.

-Κ. Δικαστές, ολοφάνερα ο μάρτυς μας είπε ότι πρώτα τον έπιασαν και δεύ­τερον αν τον έπιανε θα τον μακέλευε εκεί. Τι άλλη απόδειξη χρειάζεται; Αυτό μας δείχνει καθαρά ότι ο κατηγορούμενος παρου­σιάσθηκε αυθορμή­τως.

B.Επ.: Δεν έχουμε κανένα χαρτί να δείχνει ότι παρουσιάστηκε.

-Κύριοι Δικαστές, δεν μας επιτρέψατε να φέρουμε έναν και εμείς μάρτυρα. Εάν μας επιτρέπατε θα είχαμε περισσότερους από τους μάρ­τυρες κατηγο­ρίας.

Μετά διαβάσανε τις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων κατηγορίας.

1ος Σωτήριος Πούλιος από Κακοπλεύρι, γαμπρός μου από ανιψιά. Είχε τέτοια κατάθεση που κανένας άλλος δεν είπε αυτά που είπε αυτός, όλα ψέματα. Επειδή ήταν  και αυτός αντάρτης και με δράση πολύ περισσότερο από μένα. Παρουσιάσθηκε και για να μην τον κλείσουν μέσα, του είπαν εάν καταθέσεις για τον Ράπτη θα σε αφήσουμε ελεύθερον και θα σου δώσουμε και όπλο.

 Η ενέργεια αυτή ήταν του Αθανασούλα. Έκαμαν την κατάθεση αυτοί όπως ήθελαν και υπέγραψε ότι έγινε στην περιφέρεια σκοτωμοί, εμπρησμούς, λεηλασίες, όλα επάνω μου.

            2η κατάθεση Ζήσης Ζήσης από Σταγιάδες και αυτός. Θυμάμαι λίγα ότι το χωριό μας ήταν  στρατοκρατούμενο από αυτόν. Ήταν  ο φόβος και ο τρόμος του χωριού. Δεν τολμούσαμε να πούμε τίποτε, σου έστελνε σε εκτε­λεστικό απόσπασμα και πολλά άλλα. Τις άλλες εννέα καταθέσεις δεν τις θυμάμαι τα ονόματα γιατί είχα ζαλιστεί.

 Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΜΟΥ

 Πρ.: Σήκω επάνω κατηγορούμενε, τι έχεις να μας πεις;

Κε Πρόεδρε, κ. Δικαστές, κ. Β. Επίτροπε, εκ των προτέρων γνωρίζω τη θα­νατική μου καταδίκη, επειδή όμως όσα σε βάρος μου κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας είναι ψευδέστατα και οργανωμένα και έχω το θάρρος να σας πω την αλήθεια. Τα όσα άκουσα σε βάρος μου δεν με κλόνισαν, διότι έχω την συνείδηση αναπαυμένη. Εάν σήμερα είμαι κατηγορούμενος και πήρα μέρος στον εμφύλιο πόλεμο, αυτοί είναι υπεύθυνοι, όπως αυτοί τα είπαν σε βάρος μου που κανένα από αυτά δεν ήταν αληθινό. Θα τα πω και εγώ να τα ακού­σουν και αυτοί εφό­σον είναι παρόντες.

Είναι ο Γεώργιος Αθανασούλας και ο Ηρακλής Παπαθανασιάδης, που παρα­κολουθούν τη δίκη. Από το 1945 μετά την παράδοση των όπλων άρχισε το κυνηγητό. Με συλλάβανε στην Καλ/κα και με δέρνανε έξω από το σπίτι τους την νύχτα. Δύο επιδρομές να με συλλάβουν και επι­κεφαλής ο Γεώργιος Αθνασούλας. Με κατηγορούν ότι εγώ έκαμα την επιστράτευση. Στις 15 του μηνός Μαΐου περνούσα Ανταρτοδικείο, από κατάθεση αριστερών και με συνέλαβαν. Η απόφαση του Ανταρ­τοδικείου ήταν δύο δρόμοι. Ένας προς τα κάτω και ένας προς τα πάνω. Εάν έκαμα προς τα κάτω θα με σκότωναν αν πάλι δεν με σκό­τωναν οι αντάρτες θα με σκότωνε ο Αθανασούλας.

Και ακολούθησα και εγώ με άλλους επιστρατευμένους. Φύγαμε 17 του Μάη, έμεινα στο βουνό ένα ακριβώς μήνα, 17 Ιούνη παρουσιά­σθηκα και όχι πως με πιάσανε, ο στρατός με δέχθηκε, με καλή μετα­χείριση. Η μεραρχία με άφησε ελεύθερο τρεις μήνες στο Λόχο Στρα­τηγείο.

Κάτι ψιθυρίστηκε μάλλον από τον Παπαθανασιάδη κάτι φαίνεται είπε και λέγει ο Πρόεδρος θα πει ότι θέλει και όση ώρα θέλει.

-Συνέχισε μου λέγει.

 Που βρίσκονται τα χαρτιά της Ταξιαρχίας και Μεραρχίας όταν μετα­τέθηκε η Μεραρχία, έπειτα έγιναν όλα αυτά και με κλείσανε στο στρατόπεδο και με φέρανε σε δίκη. Σας ευχαριστώ.

 Πρ.: Από ότι μας είπες κατηγορούμενε, πώς θα τα πιστέψουμε, έπρεπε να φέρεις και εσύ μάρτυρες να τα βεβαιώσουν.

Άφησαν κανέναν να έρθει, όχι όσοι είναι αυτοί αλλά 50-100 θα έρχο­νταν για μένα. Στην απολογία μισή ώρα όπως το είπαν.

Υπεράσπιση: Λαμβάνει τον λόγο ο Μάντζιαρης επί μιάμιση ώρα, έβγαλε αφρούς στο στόμα του.

Το τι δεν είπε, που να τα θυμηθώ; Έφερε παραδείγματα σε άλλες δί­κες που έγιναν στην Ελλάδα εξ ίσου σοβαρές και σε πρόσωπα με κύ­ρος. Την επανά­σταση της Γαλλίας. Καταφέρθηκε εναντίον του Αθα­νασούλα, Παπαβασι­λείου, Παπαδόπουλου και Πούλιου, τους δε άλλους τους θεώρησε στρατολο­γημένους.

 Αγόρευση Β. Επιτρόπου Λαγάνη

 Η αγόρευσή του κράτησε πάνω από μία ώρα. Ο Μάντζιαρης έκαμε ένα τέχνασμα. Να φέρετε τίποτε μικρά παιδιά να τα κάνουμε δικά του. Έφε­ραν του Γεωργίου Παπανίκου Ηλία, Χρυσούλα. Ο Γεώρ­γιος Παπανίκος έμενε στα Τρίκαλα με τα μικρά ήταν  και η Βαίτσα.

 Ο Β. Επίτροπος άρχισε το βαρύ κατηγορώ. Με ανέβασε στα ύψη ορισμέ­νους της Γαλλικής Επαναστάσεως. Με κατέταξε με τους πα­λιούς καπετα­ναίους. Τα μικρά άρχισαν να κλαιν.

Λέγει ο Β. Επίτροπος., βγάλτε τα έξω.

Μάντζιαρης: κ. Β. Επίτροπε. κλαιν για τον πατέρα τους.

Β. Επίτροπος.: Δεν είμαι εγώ υπεύθυνος, είναι αυτός που εγκατέλειψε την οικογένειά του. Εγκατέλειψε τα νήπια και πήρε το όπλο να βγει στο βουνό να πολεμήσει την πατρίδα, την Ελλάδα και τον Ελληνικό λαό. Είπαν για πολλούς καπεταναίους, ανέφερε ονόματα που άλλοι είχαν σκοτωθεί και άλ­λοι ήταν στο βουνό. Μετά άρχισε να χαμηλώνει την φωνή του.

-Κοι Στρατοδίκες αυτή η δίκη και για πρώτη φορά όσο είμαι Β. Επί­τροπος. από αρχάς της ιδρύσεως το Στρατοδικείο, μας κράτησε δύο ημέρες στην έδρα. Για να εξετάσουμε το βάθος και το ύψος. Κοι Στρατοδίκες, ο συμμο­ρίτης Ράπτης ή Τσάκαλος, προσέχετε η εξωτε­ρική του εμφάνιση μας δείχνει τη μορφή του προβάτου αλλά μέσα εί­ναι λύκος. Δεν μας δείχνει για εγκλη­ματικότητα. Πρέπει ως Στρατοδί­κες να εξετάσουμε το εσωτερικό του για να μην πέσουμε σε πλάνη. Το σεβαστό δικαστήριο, δεν θέλω να ασπαστεί την δική μου από­φαση, εγώ προτείνω την ποινή “Δις εις Θάνατον”.

Το είπε τόσο χαμηλόφωνα που κι εγώ δεν το κατάλαβα τι είπε.

Το δικαστήριο αποσύρθηκε να βγάλει την απόφαση. Με πλη­σιάζει ο δικηγόρος Στέφανος Διβάνης και μου λέγει στο αυτί.

-Το κεφάλι το σώσαμε μη φοβάσαι.

Αυτή τη δίκη την παρακολουθούσαν όλοι οι δικηγόροι των Τρικάλων. Το δικαστήριο άργησε να βγάλει την απόφαση περί της μισής ώρας, ίσως να ήπιαν και καφέ.

Χτύπησε το κουδούνι, μαζεύτηκε ο κόσμος να ακούσουν την από­φαση. Όταν χτύπησε το κουδούνι εμένα με πήγαν στο διάδρομο για να μην ακούσω την απόφαση. Το μόνο που άκουσα, παρουσιάστε κραπ-κραπ τα όπλα. Μόλις το κοινό άκουσε την απόφαση άρχισε να φεύγει. Βλέπω τον αδελφικό μου φίλο Γεώργιο Αθανασόπουλο μαζί με την γυναίκα μου γελα­στό και πολλοί άλλοι την έπιαναν από το χέρι. Εγώ έλεγα θάρρος της δίνουν ή τα συλ­λυπητήρια; Μόλις άδειασε η αίθουσα και οι Στρατοδίκες έφυγαν με πήγαν πάλι στο θρανίο.

 Ένας ενωμοτάρχης με πιάνει από τον ώμο με γυρίζει για να με δει, εσύ να γλιτώσεις όλοι περιμέναμε, εικοσάκις μπράβο.

Του λέγω τι έγινε κε Ενωμοτάρχα;

-Αθώος.

Δεν τον πίστεψα. Το δικαστήριο άδειασε, ούτε ο δικηγόρος μου ήταν να μου πει, είχε φύγει. Ο κλητήρας ήταν μόνον. Τον ερώτησε ένας χωροφύλακας από την συνοδεία μου πόσο δικάστηκε;

Λέγει κλητήρας μην ρωτάς σώθηκε, ισόβια. Τότε συνήλθα.

 Η ΜΕΓΑΛΗ ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΑΙΩΝ  ΚΑΙ ΠΑΠΑΘΑΝΑ­ΣΙΑΔΗ

 Αυτοί με έφτασαν εκεί που έφτασα. Τους είδα όταν έβγαιναν έξω Αθα­νασούλας, Παπαβασιλείου, Παπαδόπουλος, Πούλιος τα κεφά­λια κρεμα­σμένα. Τους νίκησα. Με το πρώτο επισκεπτήριο στις φυλα­κές μου είπαν ο Αθανασούλας κλείσθηκε μέσα δε βγαίνει έξω. Ντρε­πόταν από όλη την Καλ/κα.

Στις 3 η ώρα το απόγευμα, φύγαμε από το δικαστήριο για τις φυλακές. Οι κρατούμενοι όλοι στο πόδι, όλοι στα παράθυρα να μάθουν. Ο δε Αδαμάντιος ή Καφαντάρης είχε ανέβει στο παράθυρο. Μόλις μπήκα στο προαύλιο της φυλακής βγάζει φωνή.

-Μήτσιο τι έγινε;

-Ισόβια του λέω.

Το άκουσαν σχεδόν όλοι. Η απόφαση του δικαστηρίου 3-2 για να ζήσω, 3 ισόβια 2 σε θάνατον.

 Το απόγευμα άνοιξε η φυλακή. Βγήκαμε στο προαύλιο πρώτος ο κα­πετάν Αδαμάντιος με αγκάλιασε με φίλησε μετά δακρύων. Και όλοι οι κρατούμε­νοι αισθάνονταν μια μεγάλη χαρά, όσοι δεν είχαν περάσει στρατοδικείο ανακουφίστηκαν.

Άλλοι έλεγαν εφόσον ο Ράπτης δικάστηκε ισόβια, εμάς θα μας σκο­τώσουν.