Ο εμφύλιος

Τρομοκρατικό   και  τρομακτικό

Προς Ζαγόρια Ιωαννίνων

Σε όσα χωριά περνούσαμε ήταν έρημα. Τα συγκέντρωσε ο στρατός στις πόλεις Γρεβενά, Γιάννενα. Μόνο τα σκυλιά και τα γατιά έμεναν. Για μας δύσκολο, δεν βρίσκαμε τίποτε για φαγητό. Μόνο στο χωριό Φλαμπουράρι βρήκαμε κάτι τρόφιμα. Τη μέρα στο δάσος πα­ρακολουθιόμασταν, τα αερο­πλάνα, βομβαρδισμός όλη την ημέρα. Εί­χαμε θύματα, εκεί σκοτώθηκε ο Νίκος Τσίτσαρης από το Κακοπλεύρι. Κινούμασταν πάντα νύχτα. Το βράδυ ξεκινήσαμε. Ξημερώνουμε στο χωριό Διποτάμο. Το μέρος που πιάσαμε ήταν σαν νησάκι, ανάμεσα σε δύο ποτάμια. Ο στρατός μας είχε κατά πόδι. Στις 10 η ώρα ήμασταν περικυκλωμένοι.

 Άρχισε η μάχη, μάχη φοβερή αεροπλάνα, όλμοι, πυροβολικό. Η μάχη κρά­τησε μέχρι στις 8-9 το βράδυ. Ο Στρατός έπαθε ζημιά. Εμείς τα­μπουρωμένοι τις σφαίρες δεν τις ρίχναμε στον αέρα, όταν ο στρατός πλησίαζε στα 50 μέ­τρα τότε γινόταν ομοβροντία. Έγιναν πολλές επι­θέσεις αλλά αποκρούστη­καν.

 Συγκεντρωθήκαμε να φύγουμε. Αντί να κάνουμε προς βορρά πηγαί­ναμε προς νότο στο βουνό Μισκέλι. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, φέρναμε γύρω στο ίδιο μέρος, πλησίαζε η μέρα.

-Βρε τι κάμουν, λέγω έναν διμοιρίτη. Τι καταλαβαίνεις; Εδώ όπως δείχνουν τα πράγματα ή θα μας σκοτώσουν όλους ή θα μας παραδώ­σουν.

Τους δε τραυματίες τους αφήσαμε. Φώναζαν αδέλφια μη μας αφή­νετε. Ποιος κοιτούσε τον άλλον.

-Πάψε μου λέγει, μην μιλάς.

-Εγώ θα πάω μπροστά να τους πω. Τους λέγω, συναγωνιστές τι γί­νετε; κιν­δυνεύουμε να πιαστούμε φέρουμε γύρω.

Ούτε λέξη έβγαλαν να μου απαντήσουν. Είχαν και τα άλογά τους, στο ένα ζώο τον Γιωτόπουλο είχαν, ένα δισάκι πέτσινο όπως κατάλαβα είχαν λίρες, προχώρησαν οι δυο τους.

Εγώ γύρισα στη Διμοιρία. Μας πήρε ημέρα, εκεί ήταν ένα πυκνό δα­σύλλιο. Περί της 7-8 το πρωί άρχισαν πυροβολισμοί γύρω μας. Λέγω στον Γιάννη Τσοκάνη, λίγο σαν πιο έμπιστο.

-Γιάννη, θα μας παραδώσουν, καλόν είναι να δραπετεύσουμε.

Αυτός φοβήθηκε μην τους δοκιμάζω. Όλη τη μέρα συνεχίζονταν οι πυροβο­λισμοί αλλά όχι επιθέσεις. Το απόγευμα σταμάτησαν. Κατά βασίλεμα του ήλιου πήραμε εντολή να προχωρήσουμε.

Κατεβαίνουμε στον Αώο ποταμό, περνάμε απέναντι. Μένουμε σε μία ρεμα­τιά. Εκεί μας αντιλαμβάνονται, ούτε ένας δεν θα γλίτωνε. Πιά­νουμε το βουνό Μισκέλι, απότομη ανηφοριά μονοπάτι. Έως τα μισά του βουνού είχε δάσος, από τα μισά και πάνω γυμνό, απότομους γκρεμούς. Νηστικοί παιδιά με όλμους φορτωμένα, τα παπούτσια μας δεν μας βοηθούσαν. Περάσαμε στον Αώο, γέμισαν νερό τα ρούχα μας βρεγμένα, βγήκαμε στην κορυφή του βουνού, εκεί ήταν ένα μεγάλο οροπέδιο.

Εγώ βρισκόμουν στην οπισθοφυλακή, όπως βγαίναμε στο οροπέδιο, ήταν σαν μια πόρτα από την μια μεριά και από την άλλη βράχοι. Μό­λις τελευ­ταίος. Μας περίμεναν, βάζουν τα πυρά γύρω μας, τη δε πόρτα την έβαζαν σταυρωτά δύο πυροβόλα. Δε θα είχα προχωρήσει περί τα 15 μέτρα στο ορο­πέδιο βλέπω φωτοβολίδες πράσινες, δηλαδή παραδόσεως. Σταμάτησαν τα πυρά, ενώ το στόμιο την πόρτα έβαζαν τα πυροβόλα. Δεν χάνω την ψυχραι­μία μου, μέσα από τα πυρά γυρίζω περνώ την πόρτα, με ακολούθησαν κι άλλοι, μόνο έναν θυμάμαι το Γιάννη Μπάτζιο από Αγνατιά, αλλά χαθήκαμε.

 Που να πας νύχτα, γκρεμοί, όπως αγωνιούσα να βρω τίποτε να κρυ­φτώ. Είχα μια παλιομαντία και μου πέφτει. Έπεσε και έφυγε κάτω ήταν γκρεμός χαράδρα. Σταμάτησα επί τόπου. Έπαιρναν τα χαρά­ματα, βλέπω βρισκόμουν στο χείλος του γκρεμού. Έκαμα τον σταυρό μου. Εκεί κοντά ήταν ένα έλατο μεγάλο και από κάτω στις ρίζες ήταν κούφιος όπως το λέμε. Μπαίνω από κάτω από το έλατο. Έδωσε μέρα. Άρχισαν να ερευνούν να βρουν κρυμμέ­νους. Εκεί που παραδόθηκαν ένας γνώριζε τον άλλον. Έλεγαν ο τάδε έφυγε δεν είναι. Το μεσημέρι προκηρύξεις Μάγκος, Γιωτόπουλος έγραφαν παιδιά παρουσιασθείτε στον Ελληνικό Στρατό, στην πατρίδα. Αυτός ο αγώνας είναι ξενοκί­νητος. Φωνές μέχρι το απόγευμα παρουσιαστείτε μη φοβάστε. Οι φω­νές ήταν γύρω μου. Το απόγευμα κράτησε ησυχία. Όλη τη μέρα πα­ρακο­λουθούσα πως θα προσανατολισθώ. Το δύσκολο πως θα κατέβω από το βουνό και πως θα περάσω τον Αώο. Τίποτε δεν χρειάζεται τόλμη, θάρρος κάμω τον σταυρό μου, ξεκινάω. Από το μονοπάτι που κατέβηκα από αυτό ανεβήκαμε. Έφτασα στον ποταμό νύχτα, βούιζε, φόβος ούτε την άλλη άκρη του ποταμού έβλεπα. Κάμω γιούρια, μπαίνω, μόλις πλησιάζω να φτάσω στην άλλη άκρη με σήκωσε το νερό. Με την μια βόλτα με ρίχνει στην όχθη, πιάνομαι από κάποιο αντικείμενο δεν θυμάμαι μάλλον πέτρα, θα ήμουν βρεγμένος ολόκλη­ρος. Η πορεία μου ήταν όλο νύχτα, προσανατολιζόμουν με τον πολικό αστέρα όλο προς βορρά, αλλά έπεσα πιο δεξιά. Έως ότου βγω από τα Ζαγόρια όλο δυσκολίες συναντούσα, διότι όλα τα χωριά τα είχαν οπλίσει ήταν και περιφέρεια του Ζέρβα. Οι δικοί μας είχαν φύγει. Πέ­ρασα βουνά και ρεματιές, σε ένα δάσος συναντώ ένα πριόνι, πρώτου φτάσω εκεί άκουγα κουβέντα και λαλούμενα από ζώα. Πλησίασα τα ζώα με τους αν­θρώπους είχαν φύγει, όπου ήταν πυκνό το δάσος βά­διζα και τη μέρα. Βλέπω έναν κάμπο γεμάτος από άλογα, γελάδια και πρόβατα.

Ποιος κάμπος άραγε να είναι; Του Μετσόβου ή του Περιβολιού; Άλλο γιούρι. Την απόφαση την είχα πάρει. Εάν πέσω και δεν μπο­ρέσω να τους ξεφύγω θα αυτοκτονούσα. Δεν έπεφτα στα χέρια τους διότι γνώριζα και να πιανόμουν θα έφτανε ο Αθανασούλας και θα με κόψει φιλί, φιλί.

Κατεβαίνω στον κάμπο, ο κάμπος είναι ανώμαλος έχει πολλούς λοφί­σκους διότι πριν το '40 πήγα σε φίλο μου τσέλιγκα Ν. Σιούτα και κά­θισα μια βδο­μάδα. Τον πρώτο που συναντώ ήταν Βαλμάς, άλογα βό­σκαγε, μόλις βλέπω τα τσαρούχια του κατάλαβα. Το αυτόματο στο χέρι στην σκανδάλη. Το πήρα απόφαση πως εδώ δεν γλιτώνω να αυ­τοκτονήσω.

 Τον ερωτώ, από που είσαι;

- Από το Μέτσοβο.

- Έχει στρατό;

- Να απάνω στα υψώματα, τότε είδα το στρατό άλλα δύο χιλιόμετρα μακριά.

Του λέγω έχεις ψωμί;

- Λίγο έχω, δεν μας αφήνουνε να παίρνουμε.

-Φέρτο λίγο.

Μου το δίνει, το καταπίνω. Να κι ένας άλλος βλάχος είχε τομάρι με γάλα.

- Γάλα έχεις;  Βάλε να πίνω δυο οκάδες.

Μέρες νηστικός με τίποτε στάχυα ξεγελούσα το στομάχι.

 Τι έπρεπε τώρα να κάμω; με πήραν μυρωδιά. Το σοφίστηκα όπως βάδιζα στα δάση. Νύχτα βλέπω κάτι άσπριζε, βάζω το χέρι μαλακό το σηκώνω. Ένα μαντήλι μεγάλο γυναικείο. Ήταν μες στα αίματα, άσπρο. Το βάζω στην τσέπη. Λέγω τους βλάχους μην κουνηθείτε κα­νένας. Παίρνω μια βέργα ψιλή, δένω το μαντήλι ψηλά και αρχίζω προχωρείτε, προχωρείτε. Το έχα­ψαν, εγώ έτρεχα και φώναζα. Πήρα χαμηλά το δάσος και κάμπος περνώ ένα ρεματάκι, εκεί δύσκολα το δάσος, ήταν πολλά πρόβατα και σκυλιά. Ούτε ένας σκύλος γάβγισε. Καμένο, γυμνό το μέρος, έπρεπε να περάσω αυτά τα 200-300 μέτρα. Τώρα έβλεπα τον κάμπο. Τι να δω θρήνος και οδυρμός ήταν πολλά κονάκια βλάχοι με πρόβατα. Τι να πρωτομαζέψουν τα πρόβατα, τις οικογένειες. Τα είχαν χάσει.

 Τα φυλάκια όλα έβαζαν εκεί που πέρασα. Χτυπούσαν οι όλμοι, τα πυρο­βόλα. Με το κόλπο αυτό θεώρησαν ότι αντάρτες πηγαίνουν να χτυπήσουν τα φυλάκια. Με βλέπουν αρχίζουν κατά εμού σφαίρες να χτυπάν γύρω μου, να σκάνε οι πέτρες. Μόνο δύο τρύπες στην φτε­ρούγα του σακακιού.

Έπαιρνε να σκοτεινιάσει στο τέλος ώσπου να γυρίσω από πίσω το βουνό. Εκεί έπεσα κάτω η καρδιά μου φουρτουρούσε αδιάκοπα από φόβο, από κούραση. Έπεσα νεκρός κάτω. Ξύπνησα την ώρα που μό­λις έδωσε χαραυγή.

Ήμουν πολύ ζαλισμένος δεν μπορούσα να καταλάβω που βρίσκομαι. Τα φυλάκια από τον κάμπο Δεσπότη μέχρι Μέτσοβο ακόμη βάζανε. Κόβω αρι­στερά. Βγαίνω σε ένα σταυροδρόμι. Ήταν πυκνωμένο από οξιές. Πιάνω μια οξιά και κάθισα. Έδωσε ο ήλιος. Τα πόδια δεν ήθε­λαν να δουλέψουν. Κατά ώρα περίπου 10, ακούω κουβέντα. Έρχο­νταν προς τα πάνω. Βλέπω δύο κο­πέλες και έναν νεαρό, μόλις πλησί­ασαν τα σταματώ. Τα ερωτώ:

- Που πάτε;

- Στο Μέτσοβο.

- Από που είστε;

- Από την Μηλιά.

Τότε κατάλαβα που βρίσκομαι. Έχετε ψωμί; Τα κορίτσια πρόθυμα ο νεαρός όχι. Του παίρνω και το δικό του.

Με ρωτούν τα κορίτσια αν γνωρίζω τα αδέλφια τους είναι αντάρτες. Τα λέγω, πώς ονομάζονται; Τάδε. Εδώ είναι μαζί μας είμαστε αλλά αυτοί στο πίσω μέρος το ίδιο και την άλλη είχαν αδελφούς και οι δυο αντάρτες (ψέ­ματα).

Εγώ έφαγα καλά, τα πόδια συνήλθαν, έμαθα και που βρίσκομαι. Και πάρε δίπλα τα βουνά. Βγαίνω στο βουνό της Κρανιάς Γρεβενών. Μένω το βράδυ στο βουνό, ούτε κρύο ούτε ζέστα καταλάβαινα. Τώρα πια άρχισα μέρα να βαδίζω. Περνώ πάνω από Κρανιά. Κατεβαίνω σε ένα χωριό Λαβανίτσα. Έρημο, σκυλιά νηστικά ξαπλωμένα στον ήλιο, ούτε ένα δε γάβγισε. Στενο­χωρημένα και αυτά. Προχωρώ προς το χω­ριό Μοναχή.

Στο ρέμα βλέπω τρεις άνδρες, θα τους πλησιάσω. Μόλις τους πλησί­ασα, ο ένας εξ αυτών άρχισε να με βρίζει. Γυρίζω το αυτόματο να του ρίξω. Όχι θα τους έριχνα, αλλά να τους φοβίσω. Οι άλλοι δύο άρχισαν να κατηγορούν αυτόν. Εκεί ήταν ένας αλευρόμυλος. Τους ρωτώ:

- Από που είστε;

- Από το Μοναχήτι.

- Πόσο μακριά είναι;

- Μια ώρα.

Τίποτε άλλο με αυτούς. Προχωρώ προς Μοναχήτι. Στο δρόμο συνά­ντησα γυναίκες οι οποίες ήταν φορτωμένες με ξύλα στην πλάτη, τις ρώτησα από που είστε; Μοναχήτι.

Μου λεν, που πας παιδί μου θα σε σκοτώσουν.

Ρώτησα αν στο χωριό είναι στρατός. Ήταν.

Τρεις ημέρες μας είχαν κλεισμένους όλο το χωριό και σκότωσαν επτά παι­διά. Τώρα μετά το μεσημέρι φύγανε γι' αυτό βγήκαμε να πάρουμε κανένα ξύλο να μαγειρέψουμε.

Τις άφησα προχώρησαν, πήγαινα κοντά σε απόσταση. Στο ύψωμα τις έχασα. Βγήκα και ’γω στο ύψωμα βασίλεμα ήλιου. Είδα το χωριό. Κάθισα να νυ­χτώσει καλά.

Κατέβηκα στο χωριό. Ψυχή άνθρωπος έξω, ούτε και φως υπήρχε αναμμένο. Μόνον είδα μια λάμπα χαμηλωμένη. Κτυπώ την πόρτα δεν άνοιγε. Μετά από πίεση, άνοιξε μια γυναίκα, της λέγω ψωμί θέλω. Δεν έχουμε μου λέγει.

-Όσο έχεις, μου έδωσε ένα κομμάτι.

Προχωρώ στο τέλος του χωριού, έξω από την πόρτα του σπιτιού, κα­θόταν ένας γέρος με την γυναίκα του.

Του λέω καλησπέρα, μου λεν που πας βρε παιδί μου θα σε σκοτώ­σουν. Σή­μερα σκότωσαν επτά. Έχουμε κι εμείς το παιδί μας έξω δεν γνωρίζουμε τί­ποτε ζει δεν ζει.

Του λέω έχεις την καλοσύνη να μου δώσεις λίγο ψωμί. Σηκώθηκε η γριά μου φέρνει ψωμί και τυρί.

Βγαίνω έξω από το χωριό, συναντώ μια βρυσούλα, κάθομαι και το τρώγω όλο. Φτάνω στο Κηπυργιό. Εκεί είχε στρατό, περνώ δεξιά. Πέφτω σε ενέ­δρα. Ήταν μια πλαγιά όχι πολύ απότομη, βάζω το όπλο στην αγκαλιά μου, κυλώντας όπως κυλάν τα κούτσουρα, ξύλα. Πιάνω το ρεματάκι, δασωμένο τους έφυγα. Φτάνω στο δάσος χωριό Γεωργί­τσα, κρύβομαι εκεί όλη την ημέρα. Νύχτωσε καλά, ξεκινώ. Πλησίασα το χωριό. Στο προτελευταίο σπίτι ήταν ένας με τα γίδια του έξω από το σπίτι. Τον φωνάζω έρχεται με γνώ­ρισε, βρε Μήτσιο που πας θα σε σκοτώσουν.

Του λέω, που έχει στρατό;

-Απέναντι στο εξωκλήσι.

Αυτός ήταν συγγενής, Κώστας Σγούρος.

-Φέρε μου ψωμί.

Μου έφερε ψωμί, τυρί. Περνώ μέσα στο χωριό, κατευθείαν για το χω­ριό μου. Περνώ πρώτα από το χωράφι αμπάζι διότι πριν φύγω το έσπειρα το καλαμπόκι. Να δω αν είναι σκαλισμένο. Βλέπω ασκάλι­στο. Πάει η οικογέ­νειά μου. Φτάνω έξω από το χωριό στο ρέμα Λε­πτοκαριές. Εκεί έκρυψα το αυτόματο. Πηγαίνω στο δικό μου σπίτι καμένο. Πηγαίνω στου πεθερού μου, η γυναίκα μου είχε μια προαί­σθηση σαν να με περίμενε. Στην πόρτα:

- Φύγε μου λέει θα σε σκοτώσουν.

- Δώσε μου λίγο ψωμί και παπούτσια.

- Δεν μπορώ παπούτσια.

Πήρα ψωμί, φεύγω. Με φτάνει η γυναίκα, αυτά από το σπίτι πενήντα μέτρα. Με σταματά μου λέγει, να παρουσιασθείς. Θα πάω αύριο με τον πατέρα στην Οξύνεια να πούμε τον Βαγγέλη Μπλούτσο και το Δουρούση.

Της λέγω, χάρη της οικογενείας μου θα παρουσιασθώ. Εγώ θα κατέβω στο Λάκο Τρανό στα όρια Σταγιάδες Οξύνειας. Εκεί θα ανταμώ­σουμε. Ενώ το φύλαγαν το σπίτι μην τυχόν και γυρίσω παρ' όλα αυτά δεν με κατάλαβαν.

Περί ώρα 12-1 ακούω να φωνάζει η γυναίκα μου. Το είχα μετανιώσω να μη παρουσιασθώ. Λυπήθηκα την γυναίκα μου χωρίς εγώ να βγάλω φωνή. Από κλαρί σε κλαρί εκεί που άκουγα να φωνάζει. Μήτσιο, ούτε δέκα μέτρα δεν με πήραν είδηση. Ξαφνιάστηκαν όταν με είδαν. Ένα μήνα αξύριστος, μαλ­λιά. Ήταν πλέον από είκοσι άτομα.

Ο λοχαγός Μάγκος, ο Βαγγέλης Μπλούτσος, Δουρούσης Ι. Γραμμα­τεύς, Βασ. Μυλωνάς και πολλοί άλλοι. Μου φέρθηκαν καλά. Μου εί­παν για το αν έχω όπλο.

-Έχω, τους είπα.

-Που το έχεις;

-Το έχω κρύψει έξω από το χωριό.

-Πάμε να μας το παραδώσεις.

Ξεκινήσαμε για το χωριό. Στο κόνισμα ήταν οι Μάηδες του χωριού, ο Γεώρ­γιος Πούλιος γυρίζει το όπλο να με σκοτώσει. Τον βουτούν και τον αφοπλί­ζουν. Πηγαίνουμε στο μέρος που είχα το όπλο. Το παρα­δίνω. Γυρίσαμε στο σχολείο

. Του είπα να πάω στο σπίτι να δω τα παιδιά μου για τελευταία φορά. Με άφησαν. Ξυρίστηκα.