Ο εμφύλιος αρχίζει

Οκτώβρης’46 – Γενάρης’47

 Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο δεν ενθυμούμαι καλά, στην Οξύ­νεια βγήκε ένας λόχος με λοχαγό τον Βούρδα. Έδωσε διαταγή στα χωριά όσοι φυγοδι­κούν να έρθουν να παρουσιαστούν και δεν έχει να τους πειράξει κανένας. Που να δώσεις εμπιστοσύνη.

 Για να μην κατηγορούν όλο εμένα, πήρα την απόφαση να παρουσια­σθώ. Πήγα στην Οξύνεια παρουσιάσθηκα στο λοχαγό. Τα είπαμε.

Μου λέγει κάθισε ήσυχα και δεν πρόκειται να σε πειράξει κανένας. Του είπα δεν έχω καμία όρεξη για νέες περιπέτειες, αλλά εγώ έχω δύο μεγάλους εχθρούς, το Γεώργιο Αθανασούλα και τον Ηρακλή Παπαθα­νασιάδη δικη­γόρο. Εάν πέσω στα χέρια τους θα με εξοντώσουν.

Το βεβαίωσαν και οι Οξυνιώτες, ο παπάς, ο Αγγελος Μπλούτσος, ο Γιάννης Γραμματικός, ο Κων/νος Μάνος, ότι τον κυνηγούν πραγμα­τικά.

Στην Οξύνιεα γίνονταν ένας γάμος του Γεωργίου Λάμπρου. Μας προ­σκάλε­σαν πήγαμε με την γυναίκα μου, ήταν και ο Βούρδας. Συζητή­σαμε. Μου είπε:

-Να στείλω δύο στρατιώτες να σε συλλάβουν και να σε στείλουν συ­νοδεία μέχρι τα Τρίκαλα και από εκεί να φύγεις. Πήγαινε στην Αθήνα.

-Αν με πάρουν είδηση ο Αθανασούλας με τον Παπαθανασιάδη, την τιμωρία που θα μου κάμουν μόνον.

-Τότε έλα να σε οπλίσω στην ομάδα, λέγει ο Γιάννης Γραμματικός. Α! να ερχόταν ο Μήτσιος.

Πρώτον το να έπαιρνα όπλο το θεώρησα προδοσία ποιόν να πολε­μήσω; και δεύτερον όπως και να είχαν τα πράγματα αυτοί θα με συλ­λάμβαναν. Είχαν όλη την εξουσία στα χέρια τους. Τους είπα θα το σκεφτώ. Δεν αποφάσισα ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Παρά την παράκληση του παπά Μπατζογιάννη, Ηλία Δουρούση που κάμανε στον Αθανασούλα - Παπαθανασιάδη, ότι αυτός σας έσωσε και μας μαζί, όχι δεν πρέπει να τον κυνηγούμε, αλλά να τον λατρεύουμε, δεν δέχονταν καμιά συζήτηση και ιδιαίτερα η γυναίκα του Παπαθα­νασιάδη, Νίτσα.

Οι αντάρτες άρχισαν τα χτυπήματα. Σταθμούς Χωροφυλακής, Στρατό. Στο Αγιόφυλλο ήρθε μία δύναμη ανταρτών, ο λόχος από την Οξύ­νεια πήγε προς καταδίωξη των ανταρτών πήραν και ανθρώπους με τα ζώα από Σταγιάδες, Αγνατιά. Το δικό μου ζώο πήραν, το παιδί μου Νίκο ήταν 12 ετών. Οι αντάρτες είχαν καταλάβει τα υψώματα Αγιοφύλλου. Ήρθαν σε επαφή στρατός αντάρτες, άρχισε η μάχη τα ακούγαμε. Όλμοι, πυροβολισμοί, οι αντάρτες υποχώρησαν προς το χωριό άνοιξη Γρεβενών. Τμήμα ανταρτών γύρισε από τα πλάγια προς παγίδευση.

Ήρθαν το άλλο βράδυ στην Αγνατιά. Εκεί σκότωσαν το παιδί του Κώστα Παπαδόπουλου. Το παιδάκι αυτό είχε απολυθεί από στρατιώ­της και ήρθε στην Οξύνιεα. Ο δε πατέρας Κώστας είχε πάρει όπλο και ήταν στο λόχο. Το παιδί του δεν το πήρε κοντά του, αλλά του είπε να πάει στο χωριό. Την επο­μένη το απόγευμα πήγαινε για το χωριό του, Αγνατιά. Ο παπάς Μέμτσος Αθαν., δεν γνωρίζω από που το έμαθε ότι αντάρτες έρχονται προς το χωριό τους. Με το παιδί του Παπαδόπου­λου συναντήθηκαν στον δρόμο, τον Νίκο, δεν του μαρτύρησε να γυ­ρίσει πίσω. Οι αντάρτες είχαν στολές στρατιωτικές. Έμοιαζαν σαν στρατός και στην Αγνατιά έκαμαν ότι ήταν στρατός και μι­λούσαν κατά των ανταρτών. Το πως πιάστηκε το παιδί, κατά μία πληροφο­ρία, επειδή άκουσε στρατό βγήκε μόνο του και έλεγε κατά των ανταρτών, κατά άλλη πληροφορία ότι το πήραν από το σπίτι και το εκτέλεσαν με απάν­θρωπο τρόπο. Εγώ και κάτι άλλοι από το χωριό βγήκαμε την νύ­χτα απάνω από το χωριό. Ακούγαμε τους πυροβολισμούς στο χωριό Αγνατιά. Το πρωί κατεβήκαμε στο χωριό. Μαθαίνουμε, μου το είπε ο Βαγγέλης Αγγέλης, ότι απόψε στο χωριό Αγνατιά οι αντάρτες σκότω­σαν το παιδί του Παπαδόπου­λου. Γιατί δεν γνωρίζαμε αν ήταν στρα­τός στην Αγνατιά ή αντάρτες.

- Τώρα Βαγγελάκο θα σφαγούμε αναμεταξύ μας.

Εγώ ανησυχούσα για το παιδί. Ο Στράτος γύρισε προς την Οξύνιεα. Μάθανε για το παιδί του Παπαδόπουλου και δεν είπαν τίποτε. Όταν έφτασε στην Οξύνεια, γιατί η οικογένεια του Παπαδόπουλου το πρωί εκείνη την ημέρα κατέβηκαν στην Οξύνεια, βλέπει γυναίκα και κόρη να κλαιν, του είπαν μας σκότωσαν το παιδί το Γιώργο. Ο Παπαδόπου­λος έγινε έξω φρενών, ο λόχος καταυλίσθηκε απάνω από το χωριό Οξύνεια. Βγήκε ο Παπαδόπουλος, το παιδί το δικό μου και ένα από την Αγνατιά, του Καλλίνικου καθόντουσαν μαζί κάτω από ένα κλαρί διότι έβρεχε. Γυρίζει το όπλο κατά των παιδιών. Τον εμποδίζει κά­ποιος βρε είναι του Ράπτη το παιδί, γυρίζει στο άλλο παιδί του Καλλί­νικου και το σκοτώνει. Τρόμαζε το παιδί μου. Τον έπιασαν και τον αφόπλισαν, εάν του άφηναν το όπλο πόσους θα σκότωνε; Διότι βρι­σκό­ταν εκτός εαυτού. Κόψαμε επαφή με το στρατό -περισσότερο από φόβο του Κώστα Παπαδόπουλου-.

 Ο στρατός ο Λόχος από την Οξύνεια έφυγε κατά τον μήνα Γενάρη 1947. Το αντάρτικο όσο έπαιρνε και δυνάμωνε.

Στο χωριό Αχλαδιές Καλ/κας έγινε ένα συνέδριο με κάλεσαν να πα­ραβρεθώ και εγώ. Βρισκόμουν μεταξύ δύο πυρών. Πήγα. Τα θέματα ήταν να αντιμε­τωπίσουμε τις ξένες και ντόπιες δυνάμεις, πως θα ξε­σηκώσουμε το λαό. Αν και στρατολόγοι είναι αυτοί οι ίδιοι. Μπαί­νουν οι λεγεωνάροι αυτοί που συ­νεργάστηκαν με τον κατακτητή δέρ­νουν και ατιμάζουν και πολλά άλλα. 

Ιωάννης Αγγέλης Κακοπλεύρι

Μετά την εγκατάλειψη του στρατού από την Οξύνεια τον Γε­νάρη '47, μαζί με τον στρατό έφυγαν προς Καλ/κα διάφοροι που είχαν φόβο από τους αντάρτες. Ενθυμούμαι ο ιερεύς του χωριού παπα-Θω­μάς και ο Δάσκαλος Πούλιος. Σε όλα τα χωριά είχαν γίνει αυτοάμυ­νες. Οι υπεύθυνοι χωρίς να σκεφτούν καλά τον πήραν ψηλά τον αμανέ. Θεώρησαν πως ελευθερώθηκε η περιφέρεια και άρχισαν τα ίδια. Ο παπα-Θωμάς αν και δεν γνωρίζω αν είχε επιβαρυντικά, όταν έφυγε είχε βγάλει τα πράγματα από το σπίτι του, επειδή τον Γιάννη Αγγέλη τον είχαν γαμπρό από αδελφή. Έπεισαν τον άνθρωπο και τον φοβέρισαν να παραδώσει τα πράγματα του παπά. Είχε έρθει μια ομάδα αντάρτες με επικεφαλής τον Γαλάνη. Ήταν συγκεντρωμένοι στο σχολείο. Πήγα και εγώ. Άρχισε ο Γιάννης να με παρακαλεί,

- Μήτσιο είμαι άδικα δεν έχω εγώ τα πράγματα. Λέγω στην αυτοά­μυνα και στο Γαλάνη.

- Μα τόσο ανόητοι είμαστε; Εφόσον τον έχει γαμπρό ο παπάς είναι δυνατόν να τα πήγε σε αυτόν; Και εφόσον κάνατε έρευνα και δεν τα βρήκατε στο Γιάννη τι τον βασανίζετε τον άνθρωπο; Αλλά και ακόμη να τα έχει τι βγαίνει με αυτό; Ας πούμε ότι τα βρήκατε, τι θα τα κά­νετε;

Αφήστε τον άνθρωπο μην τον βασανίζετε. Τι φταίει αυτός ο ταλαίπω­ρος;

Στέργιος Μάνθος εκ Κακοπλευρίου

Μήνας Μάρτης 1947. Ανταμώσαμε στο Κακοπλεύρι στο χα­γιάτι της εκκλησίας Αγ. Νικολάου. Μου έκαμε παράπονο ότι η οργά­νωση του χω­ριού, δεν τον βλέπει με καλό μάτι.. Μου λέγει ότι έχω μία σάλπιγγα και είναι του αδελφού μου Νίκου και μου λεν να την παραδώσω. Ο αδελφός του Νί­κος ήταν στρατιώτης, τον είχαν επι­στρατεύσει.

- Στέργιο του λέγω, μια σάλπιγγα δεν έχει αξία να την δώσεις. Αλλά η σάλ­πιγγα δεν είναι η αιτία, σου συνιστώ σαν αδελφικοί φίλοι να ση­κωθείς και να φύγεις, να πας στην Καλ/κα. Εγώ βρίσκομαι σε δυσμέ­νεια, δεν μπορώ να σε φυλάξω, να φύγεις.

Μου λέγει, καλά λες να φύγω. Τα πρόβατα τι να τα κάμω; Θα μου τα πά­ρουν.

Του λέγω, πρόβατα θα κάμεις, Στέργιος δεν γίνεται άλλος.

Μου λέγει, ότι θα την δώσω την σάλπιγγα.

Του λέγω πάλι, η σάλπιγγα δεν είναι αιτία, να φύγεις.

Μου λέγει, που θα πας εσύ τώρα;

-Θα πάω στο χωριό Σταγιάδες.

-Θα πάμε μαζί, μου λέγει. Θα πάω να πάρω τα ζώα και θα ανταμώ­σουμε στον Άγιο Γιώργη.

Ανταμώσαμε στον Αγ. Γιώργη. Μου λέγει θα πάμε από το μύλο να φορτώ­σουμε έχω κάτι καρπό για πρόβατα και θα τον πάω στον Βασ. Γάζον. Πή­γαμε στον μύλο τον βακούχκο. Φορτώσαμε από εκεί Στα­γιάδες. Στο δρόμο λέγαμε τα ίδια. Του επέμενα να φύγεις. Μου έδωσε τον λόγο πως θα φύγει. Από τότε δεν τον ξαναείδα.

Αυτά κάναμε και αυτά βρήκαμε. Ποιος τον κατέδωσε και ποιοι σκο­τώθη­καν; Οι έξη που σκοτώθηκαν έφταιγαν όλοι; Ασφαλώς όχι. Ενώ το Κακο­πλεύρι δεν είχε ματώσει με την πρώτη επανάσταση. Το φυλά­ξαμε. Αυτό έπρεπε να γίνει με την δεύτερη επανάσταση.

Όταν εγώ ήμουν στην Οξύνεια κρατούμενος και ήλθε ο αδελφός του Νίκος και μου λέγει που είναι ο αδελφός μου Μήτσιο; Τι να του απα­ντήσω; Tον πόνεσα. Τι περισσότερο έπρεπε να κάμω; Αυτό που έπρεπε να κάμω το έκαμα.

Από Φεβρουάριο μέχρι Μάιου 1947

Βρισκόμασταν σε μία αγωνία. Ο στρατός οργανωνόταν, το αντάρτικο άρχισε και αυτό να δυναμώνει, ο λαός διστακτικός, ούτε γνώριζε τι να κά­μει. Οι ομάδες που ονομάστηκαν ΜΑΔ δρούσαν στα χωριά και συλλαμβά­νανε από τις πολιτικές οργανώσεις, τους υπεύθυ­νους, όσοι ήταν αντάρτες του ΕΛΑΣ, πολλούς επικεφαλείς ήταν σαν οι Σούρληδες, Τσαντούληδες κ.λ.π. Συνεργάτες του κατακτητή, άν­θρωποι των Ες Ες. Κακοποιούσαν, ατί­μαζαν, λεηλατούσαν και πολλά άλλα. Δεν υπήρχε διάθεση για να ξαναβγεί στο βουνό, δεν το επιθυ­μούσε για να εμπλακεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Και τι μπορούσες να κάμεις; Και αν το ήθελες να καθίσεις ήσυχος να μην αναμι­χθείς, οι άσπονδοι εχθροί ζητούσαν την κεφαλή επί πινάκι. Κοιτάζαμε να απο­φύγουμε, φυλαχτήκαμε όσο μπορούσαμε μήπως καμιά διαταγή, όσοι καθίσουν ήσυχοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Ακούγαμε στο τάδε χωριό πιάσανε τους τάδε εκτελέσανε τους τάδε, ο Παπακόφος τους δένει στο άλογο αυτά και τους σέρνει μέχρι θανάτου.

Στις 12 Μαΐου, στέλνουν δύο αντάρτες με ένα έγγραφο να πη­γαίνω στο χωριό παλαιά Κουτσούφλιανη, να εξακριβώσω για έναν φόνο που έγινε στο χωριό ονόματι Καραγκούνης. Ήταν χωροφύλακας. Είχε έρθει στο χωριό με άδεια.

Πήγα. Βρίσκω τον υπεύθυνο του χωριού Γιάννη Παπαγιάννη. Τον ρωτώ, γιατί έγινε φόνος.

Μου λέγει ούτε ιδέαν έχω, ήρθαν τη νύχτα τον πήραν από το σπίτι του και τον σκότωσαν.

Ήταν η μάνα του και η γυναίκα του μαυροφορεμένες. Τις ερώτησα πως έγινε. Πως τον πήραν και αν γνώριζαν κανέναν.

Μου λεν ήρθαν τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα δυνατά, τους ανοί­ξαμε μπήκαν δύο αντάρτες και τον πήραν. Βάλαμε τις φωνές μας λεν μην φωνά­ζετε θα σας σκοτώσουμε όλους και θα σας κάψουμε μέσα.

Τι μπορούσα να κάμω; Τίποτε. Φεύγω από το χωριό για το άλλο χω­ριό Νέα Κουτσούφλιανη. Ανάμεσα στα δύο χωριά ήταν ένα νεροπρί­ονο και περί τους 20 εργάτες του χωριού.

 Νέα Κουτσούφλιανη

 Μόλις με είδαν με γνώρισαν, όλοι μου λεν, θα σε έχουμε εδώ πάλι;

- Δε το φαντάζουμε , αλλά ένα έχω να σας πω. Τώρα είναι χειρότερα από το προηγούμενο αντάρτικο. Προσέχετε να είστε αγαπημένοι και να αφήστε τα προσωπικά πάθη, Βλέπετε τι έγινε στο άλλο χωριό;

Οι άνθρωποι φυσικά ευχαριστήθηκαν με αυτά που τους είπα. Έφτασα στο άλλο χωριό. Ερημιά, άλλοι είχαν φύγει για την Καλαμπάκα και άλλοι ήταν στις δουλειές τους. Δε βρήκα κανένα από τους φίλους μου. Το βράδυ πήγα στο σπίτι του Χρήστου Κοντομήτρου που είχα πριν στο τμήμα. Με υποδέ­χθηκε με μεγάλη χαρά. Ξημέρωσε.

Έρχονται δυο αντάρτες. μου λεν εσύ ο Ράπτης, να έρθεις στο σχολείο σε θέλει ο καπετάνιος.

 Πήγα στο σχολείο. Ήταν περί τους 15. Ο αρχηγός ένα σιχαμερό υπο­κείμενο και μου μίλησε με αγένεια.

- Εσύ είσαι ο Ράπτης;

- Ναι, του λέω, δε σε γεμίζω το μάτι;

- Δε μου λες, τι είπες χθες το βράδυ στους εργάτες στο πριόνι;

- Είπα αυτά που σου είπαν.

Κατάλαβα πως ο Ζιώγος και Μουχίκας βρήκαν την ευκαιρία για εκδί­κηση.

-Είσαι κρατούμενος, μου λέει.

Συνοδεία από κει στον Κορυδαλλό. Στο κάθε χωριό με αποκαλούσαν προ­δότη και κατάσκοπο. Όλοι οι γνωστοί μου και φίλοι παραξενεύ­τηκαν. Ο Ράπτης προδότης: Περάσαμε από την Πεύκη, τα ίδια, από κει Κακοπλεύρι και Σταγιάδες. Το βράδυ μείναμε στην Αγναντιά και την άλλη μέρα στο Αγιόφυλλο. Στο Αγιόφυλλο ήταν αντάρτες και η περιφερειακή του κόμμα­τος Καλαμπάκας. Ο Γραμματέας Χρήστος Μπλούτσος, δάσκαλος μου αναγ­γέλλει την απόφαση του δικαστηρίου:

- Άκουσε Ράπτη... για σένα υπάρχουν δυο δρόμοι, ένας προς Καλα­μπάκα  και ο άλλος προς τα βουνά.

Του λέγω, δάσκαλε όπως φαίνονται τα πράγματα θα φαγωθούμε ανα­μεταξύ μας. Εν πάση περιπτώσει, του λέω, αν θα μπορούσα να πάω προς τα κάτω θα το έκανα σ’ αυτά τα δυο χρόνια. Άκουσε, του λέω, θα πάω να δω τη γυ­ναίκα μου και τα παιδιά μου για τελευταία φορά.

- Να πας μου λέει.

Έφυγα από το Αγιόφυλλο και έφτασα στην Αγναντιά. Οι αντάρτες έκαναν επιστράτευση στο χωριό. Ο στρατός είχε ξεκινήσει από όλα τα σημεία για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, από Καλαμπάκα προς Γρε­βενά και από Μέ­τσοβο προς Γιάννενα. Οι επιστρατευμένοι ήταν περί­που 30. Ο στρατός είχε ήδη βγει έξω από την Οξύνεια στη θέση Τσούμα του Καλόγερου και πυρο­βολούσαν. Δεν ήταν δυνατόν να πη­γαίνω στην οικογένειά μου και έφυγα με τους Αγναντιώτες. Αργότερα στο δικαστήριο με κατηγόρησαν πως εγώ έκανα την επιστράτευση στην Αγναντιά.

Φεύγουμε όλη την νύχτα από Κηπυργιό.

Μαζί μας ξεκινούσαν και οικογένειες οι οποίες φοβόταν να μείνουν. Ξημερώσαμε στο Τσιοτύλη στο βουνό Ορλιάκα. Ήμασταν καταβεβλημένοι μέσα στο δάσος. Κατά τις 10 η ώρα π.μ. φτάσανε τα αεροπλάνα από πάνω από τα κεφάλια, βομβάρδιζαν. Εκεί έγραψα το ημερολόγιό μου. Μόλις νύ­χτωσε ξεκινήσαμε προς Πεντάλοφο. Μας πήρε η μέρα πολύ μακριά από το Πεντάλοφο. Πέσαμε σε φυλάκια στρατού. Δεν μας χτύπησαν για λόγους που ήταν γυναικόπαιδα ή δεν είχαν διαταγή. Το απόγευμα στο Πεντάλοφο. Μεί­ναμε το βράδυ εκεί. Την άλλη ημέρα στο Επταχώρι, από εκεί στα σύνορα Ελλάδος Σερ­βίας. Εκεί μείναμε σε ένα χωριό Κυψέλη.

Το αντάρτικο είχε σχεδόν διαλυθεί. Εκεί έγινε ανασυγκρότηση, διμοι­ρίες, λόχοι, τάγματα κ.λ.π. Εκεί στην Κυψέλη παρ' ολίγο να έχουμε θύμα τον Γιάννη Κοντογιάννη από Αγνατιά. Για μια αφελή λέξη. Από τα χωριά αυτά τα γύρω παίρναμε τρόφιμα, ζώα κ.λ.π.

Ο Γιάννης είπε ότι όταν σφάζανε ένα ωραίο δαμάλι, ποιος κακομοί­ρης θα το κλαίει τέτοιο περήφανο ζώο;

Τον άκουσαν οι αντάρτες, τα είπαν πως αυτός μας κατηγόρησε πως παίρνουμε ζώα και τα σφάζουμε από τους ιδιοκτήτες, είναι αντιδρα­στικός σκότωμα. Εδώ σκοτώνεται ο λαός και το δαμάλι λυπήθηκε;

 Το παίρνω είδηση.  Λέγω, μην τον παρεξηγείτε αυτός δεν κατάλαβε τι είπαν, και επειδή είναι κτηνοτρόφος το είπε χαζομάρα του. (Δηλαδή πως να το πω, με λίγα λόγια κινδύνεψε).

Οπλιστήκαμε με όπλα διότι ήμασταν πολλοί άοπλοι. Πήγαμε νύχτα στο Σερβικό έδαφος σε μία πεδιάδα. Εκεί ήταν σωρός όπλα από όλ­μους μέχρι ραβίδες και όλα καινουργή και εγγλέζικα. Εφόσον οπλι­στήκαμε και έγιναν όλα λόχοι, τάγματα κ.λ.π. έγινε ο καταμερισμός τους τομείς στο κάθε τάγμα. Εμείς Αγνατιώτες και γω πέσαμε στο τάγμα με ταγματάρχη Μάγκου και κα­πετάνιο τον Γιωτόπουλο.

Ο Μάγκος από τα Σέρβια Κοζάνης ο δε Γιωτόπουλος από τα Γιάννενα ήταν του Αρχηγείου Ιωαννίνων, του καπετάν Πετρίτη. Το τάγμα το δικό μας το απέσπασαν στο Αρχηγείο Ιωαννίνων.

Στο χωριό «Επταχώρι Πυρσόγιαννης»

Από το χωριό Κυψέλη φύγαμε προς τους τομείς. Ξεκινήσαμε φτάσαμε στο Επταχώρι με βροχή. Εκεί ήταν άλλοι αντάρτες. Μας συ­γκέντρωσαν όλους γύρω από το σχολείο του χωριού. Εκεί γίνονταν ανταρτοδικείο, κατη­γορούνταν δύο αντάρτες για λιποταξία, οι Ευάγ­γελος Μπαλάφας εκ Κριτσι­νιάς Τρικάλων και Βασ. Κοκόνης, πατριώ­τες. Τους δίκασαν σε θάνατο. Ο δε Μπαλάφας σε θάνατον με ανα­στολή, ο δε Κοκόνης να εκτελεστεί άμεσα.

Βρισκόμουν έξω δεξιά από την αυλόπορτα του σχολείου. Ένας αντάρτης καθόταν όρθιος στην πόρτα, και όπως έβγαναν τον Κοκόνη, αυτός είχε το μαχαίρι κάτω από την κάπα του, τον κοπανά από πίσω με το μαχαίρι. Ωχ! μια φωνή και δεύτερη τρίτη. Στα είκοσι μέτρα τον εκτέλεσαν στα μάτια όλων των ανταρτών.