Η νέα μου θέση

Στη νέα μου θέση Τ.Π. Καστανιάς Καλ/κας

Εκεί που πήγα βρήκα καλά παιδιά. Τον Γιάννη Μπάτζιο από Αγνατιά, τον λοχία Νίκο Φωλήνα από Καλ/κα και άλλα γνωστά. Εκεί βρήκα καλούς ανθρώπους τον Γεώργιο Τζήμα υπεύθυνος του ΕΑΜ. Ήταν χωριό αγαπη­μένο είχα τους Παταβαλαίους, τον δικηγόρο Κώ­σταν Αλεξίου και πολλούς άλλους. Ως περιφέρεια είχε και τα προβλή­ματά της.

Δεν χαρήκαμε, την 3η Δεκέμβρη έγιναν τα Δεκεμβριανά τα χιόνα πολλά. Τμήματα του ΕΛΑΣ πήγαιναν προς Μέτσοβο για να χτυπή­σουν τον Ζέρβα.

Εντολή να στείλουμε ανθρώπους να καθαρίσουν τα χιόνια στον δρόμο Κατάρα. Κάθε δυο παιδιά στο κάθε χωριό να στέλνουν για υπηρεσία. Εμείς την λέγαμε υπηρεσία όχι αγγαρεία, τη δε διαταγή εντολή.

Οι αρχηγοί Άρης, Σαράφης πέρασαν για το Μέτσοβο. Ήταν και ο δικός μας πατριώτης αξιωματικός Αριστείδης Μπλούτσος. Η αντίσταση του Ζέρβα δεν κράτησε ούτε δύο ημέρες. Οι Ζερβικοί επι­κράτησαν στην περιφέρεια με ησυχία. Ο πόλεμος συνεχιζόταν μόνο στην Αθήνα. Ότι μαθαίναμε από τα δελτία του ΕΛΑΣ. Τον πρώτο και τον πρώτο που λέρωσα τα χέρια μου ήταν ένας νεαρός κάτοικος Κα­στανιάς, για την εντολή του Άρη όσοι δεν υπακού­σουν να εκτελούνται επί τόπου.

Αυτός ο νεαρός περί τα 20 χρόνια ξεκίνησε με τους άλλους για τα χιό­νια, αυτός ξέφυγε και γύρισε πίσω. Τον πιάσανε τα παιδιά τον φέ­ρανε στο τμήμα. Εγώ απουσίαζα ήμουν σε ένα καφενείο. Έρχεται ένα παιδί μου λέγει γρήγορα στο τμήμα. Πηγαίνω τι να δω. Ο νεαρός ξα­πλωμένος κάτω σαν νεκρός.

-Τι κάματε βρε παιδιά γιατί τον χτυπήσατε;

Του κάναμε διάφορες αναπνευστικές κινήσεις, τίποτε. Εγώ έβαλα την ιδέα ότι τον χτύπησαν. Στενοχώρια κακό. Που με πήγε η ιδέα παίρνω ένα κάρβουνο αναμμένο του το βάζω στη μασχάλη. Δεν μπόρεσε να κρατήσει πετάχτηκε. Ε! τότε μαγάρισα τα χέρια μου. Το χτύπησα. Το έμαθαν οι χω­ριανοί του και ήρθαν. Αυτός μου λεν είναι τρελούτσικος. Τρελός δεν ήταν, αλλά και γραμματισμένος ήταν στην οργάνωση του ΕΔΕΣ.

Εκείνος που δεν ήθελε να μας βλέπει ένας Κουβάτης επάγγελμα σα­μα­ράς. Αλλά το χωριό δεν ήθελε να ανοίξει πληγές δεν τον πειρά­ξαμε.

Στον «Αμάραντο»

 Μας καλούν νύχτα, είχε κρύο και χιόνι πολύ. Πήγαμε. Μας πήγαν σε ένα χαμηλό σπιτάκι, καλύβα διότι το χωριό το έκαψαν οι Γερμανοί. Ήταν περί τα 10 άτομα συγκεντρωμένοι έξω από το σπίτι. Ήταν και δύο της οργά­νωσης Αθαν. Μυλωνάς και Αλέκος Παϊδής.

Τους ερωτώ τι συμβαίνει;

-Μου λεν έχουμε έναν αντάρτη κλεισμένο με μία κοπέλα του χωριού μας.

Ένας θείος της κοπέλας δάσκαλος Λιάος και αντίθετος με την πλευρά μας μου λέγει, τα βλέπετε τα έργα σας;

Τις πόρτες τις είχαν κλειδωμένες απ' έξω.

Τους λέγω, ανοίξτε την πόρτα, άνοιξαν την πόρτα. Μπήκα μέσα. Βλέπω τον αντάρτη μαζεμένος στην άκρη στο τζάκι με λίγο φωτιά, η δε κοπέλα όρθια και έκλαιγε. Τους λέγω ότι θα τους πάρω στην Κα­στανιά, ο δε δάσκαλος και δυο άλλοι συγγενείς της κοπέλας λέγουν, δεν θα τους πάρεις θα τον πηγαί­νουμε στον λόχο του. Εάν τον άφηνα και τον πήγαιναν στους αντάρτες θα τον σκότωναν το παιδί. Και εγώ παράβαση έκαμα, τους λέγω να τους ησυ­χάσω, και ’γω στους αντάρ­τες θα τον στείλω αύριο πρωί συνοδεία. Αυτός δεν πρόκειται να γλι­τώσει.

Τον αντάρτη τον απομόνωσα. Ανάκρινα την κοπέλα, ήταν περί τα εί­κοσι χρόνια, ορφανή από μάνα και πατέρα.

Το ερωτούμε, πως γνωριστήκατε;

-Ήτο καλοκαίρι εδώ αντάρτης, γνωριστήκαμε.

Ερώτ.: Και πως έδωσες εμπιστοσύνη και που ξέρεις τι άνθρωπος εί­ναι;

Απάντ.: Ξέρω εγώ.

Ερ.: Τον αγαπάς; Πότε έλεγε δεν τον αγαπώ και πότε τον αγαπώ.

Ερωτ.: Θέλεις κοπέλα μου να σκοτωθεί;

-Οχι, όχι και άρχιζε τα κλάματα.

Αυτό διήρκησε μέχρι το πρωί. Το τελευταίο ερώτημα τον αγαπάς ή δεν τον αγαπάς;

-Τον αγαπάω.

 Φέρουμε κι αυτόν.

Του λέμε, την αγαπάς;

- Την αγαπώ.

- Θα σας στεφανώσουμε τώρα όπως είστε.

Τον πηγαίνουν τα παιδιά. Τους στεφάνωσαν. Κάμαμε μια αναφορά στο λόχο το στείλαμε. Όπως τα πράγματα εξελίσσονταν ποιος έδωσε σημασία.

Έμαθα έκαμαν οικογένεια και ζουν ευτυχισμένοι στον Αλμυρό Βό­λου.

 Στο χωριό «Καλομοίρα»

 Ήρθε μία γυναίκα και μας παραπονέθηκε ότι ο κουνιάδος της τη βγάζει έξω από το σπίτι, διότι ο άνδρας σκοτώθηκε στην Αλβανία. Δεν είχε κληρο­νομιά. Δεν είχε κάμει κανένα παιδί. Πήγαμε επί τόπου. Μας είπαν το χωριό ότι κρίμα η γυναίκα που να πηγαίνει. Πήγαμε στο σπίτι του λέμε:

- Γιατί διώχνεις την γυναίκα;

Μας λέγει, με μια απάθεια, όταν το βόδι ψοφά η σημπριά χαλάει. Δεν έχει δικαίωμα να πάρει τίποτε.

Του λέμε, εάν ξαναενοχλήσεις την γυναίκα θα υποστείς τις συνέπειες.  Λέγει η γυναίκα του άνδρα βλάχικα, να βγάλουμε τα παλούκια να τους κοπανή­σουμε στα κεφάλια.

 Βλέπω τον λοχία Νίκο Φωλίνα να κατεβάζει την γκλίτσα στην γυ­ναίκα με μανία, αγριεμένος.

- Τι κάμεις αυτού Νίκο, τι την χτυπάς;

Εσύ δεν κατάλαβες τίποτε, είπαν βλάχικα να βγάλουν τα παλούκια να μας χτυπήσουν.

-Δώστην άλλες δύο τρεις από μένα.

Της λέω τι σου κάμαμε βρε κακούργα και θέλεις να μας χτυπήσεις.  Είπαμε στην γυναίκα εάν σε ενοχλήσουν ειδοποίησε μας και τότε τα λέμε.

 Στο χωριό «Ματονέρι»

 Μου καταγγέλλουν ότι εκλάπησαν μελίσσια. Πηγαίνουμε. Τα μελίσσια ήταν του Λευτέρη Παράσχη υπεύθυνος του ΕΑΜ. Το βάρος το ρίχνανε στον Γιάννη Ρούστα γραμματέα της κοινότητας.

Δύο ημέρες δεν αποσπάσαμε τίποτε. Άρνηση.

Τι να γίνει την 2η ημέρα το βράδυ καλώ τους υπεύθυνους και τον Πα­ράσχη.

Τους λέγω δεν βγάλαμε τίποτε.  Επειδή το χωριό σας δεν μάτωσε μην το ματώνετε. Εσύ Παράσχη για δύο μελίσσια, παραιτήσου. Να τον χτυπήσουμε μήπως δεν έχει τίποτε τι λέτε; είπαν να μην γίνει τίποτε και ο Παράσχης είπε παραιτούμαι.

 Την άλλη μέρα ετοιμαζόμασταν να φύγουμε. Έρχεται ένας και μας λέγει, εδώ έχουμε μία γυναίκα μας ρήμαξε τους αχυρώνες, μας κλέβει χορτάρι, κλαδί κ.λ.π.

-Ποια είναι αυτή;

-Είναι η Ντιβούλινα.

-Πηγαίνετε παιδιά να την φέρετε εδώ.

Την έφεραν, Πήγαμε στο σχολείο την ερωτούμε, ότι κάμεις αυτό και αυτό;

-Όχι. Άρνηση.

Της βγάζω κάλυκες ανάμεσα στα δάκτυλα της σφίγγουμε το χέρι. Φώναζε από τον πόνο, μαρτύρησε ότι τα έκλεψε.

Της είπαμε άμα ξανακάνεις θα σε γδάρουμε ζωντανή.

 Στο χωριό «Αμπελοχώρι»

 Μας ειδοποίησαν να πάμε. Πήγαμε. Μας κατήγγειλαν ότι κά­ποιος, δε θυμάμαι το όνομά του, ότι κατέχει όπλο και παρότι που έφαγε ξύλο από τους αντάρτες δύο φορές δεν το παραδίνει.  Τους λέγω για να φάγει τόσο ξύλο και να μην το παραδώσει μήπως δεν έχει;

-Όχι μου λεν έχει.

-Εάν τους λέγω έχει, εγώ θα το βγάλω, μόνον να μην είναι άδικα.

Πήγα στο σπίτι μόνος μου. Μόλις με είδε:

-Ωχ! πάλι ξύλο.

Του λέγω, κάθισε κάτω μην φοβάσαι, δε σε χτυπώ.

Του λέγω, έχεις κανένα τσίπουρο να πιούμε μαζί;

- Έχω, αλλά άμα πιεις τσίπουρο θα με χτυπήσεις περισσότερο.

- Γιατί του λέω φοβάσαι τόσο πολύ;

- Έχω φάει δύο φορές με έσπασαν τα κόκαλα.

Φέρνει το τσίπουρο πίνουμε από ένα, και σκεφτόμουν πως θα χειρι­στώ το θέμα. Τέλος.

- Άκου παιδί μου, το ξύλο το έφαγες και το όπλο δεν το παρέδωσες, φοβό­σουν να μην σε σκοτώσουν. Εγώ δεν πρόκειται να σε χτυπήσω ούτε πρόκει­ται να σε στείλω πουθενά. Μου λεν πως είσαι καλός. Φυ­σικά από τα πολλά που του είπα μου λέγει:

-Θα σου το δώσω και κάνε με ότι θέλεις. Πηγαίνει, φέρνει ένα μα­κρύκανο μαλιχέρι.

- Μπράβο του λέγω, έχεις τον λόγο ότι δε θα σε πειράξει κανένας.

Κατεβαίνω στην πλατεία με το όπλο στο χέρι. Απόρησαν.

-Στο παρέδωσε; Έφαγε ξύλο;

-Ούτε μία μπάτσα. Με το ξύλο δεν βγαίνει τίποτε μόνον με τον καλό τον τρόπον.

Δεύτερη καταγγελία ότι ο Γιάννης Πατραμάνης έχει αποθήκη τρόφιμα και άλλα διάφορα, ίσως και οπλισμό.

Πηγαίνουμε στο σπίτι του Πατραμάνη. Του λέμε ότι κατέχεις απο­θήκη τρο­φίμων και άλλα.

Μας λέγει, είστε ελεύθεροι να ερευνήσετε τα πάντα.

Φαινόταν ότι δεν είχε τίποτε. Το διαπίστωσα ήταν όμως Ζερβικότατος αλλά και καλός νοικοκύρης. Κάναμε μία πρόχειρη έρευνα. Λέω στα παιδιά πάμε δεν έχει τίποτε είναι προσωπικά.

Λέμε στους υπεύθυνους ότι δεν υπάρχει στο σπίτι τίποτε.

Ήρθε στην Καστανιά μια γυναίκα μια κοντούλα περί τα 40 χρόνια. Εγώ βρισκόμουν στο καφενείο. Ήρθε ένα παιδί μου λέγει έλα στο τμήμα. Πήγα, βρεγμένη παγωμένη έτρεμε. Το όνομά της το θυ­μάμαι Κούλα. Την βάζουμε στην φωτιά να ζεσταθεί.

Την ερωτώ, από που είσαι;

-Από το Αμπελοχώρι.

-Τι θέλεις;

Άρχισε τα κλάματα.

-Τα κλάματα εδώ δεν περνάν πες μας τι σου συμβαίνει, μην φοβάσαι το μό­νον που θέλουμε είναι η αλήθεια.

-Εμένα με εκμεταλλεύτηκε δύο φορές ένας παλιάνθρωπος ο Βαγγέλης Κάπα­ρης. Ήμουν κοπέλα και αυτός παιδί τα φτιάξαμε τρία ολόκληρα χρόνια, κί­νησα δύο φορές έγκυος με πήγε στην Αθήνα και  έκαμα εκτρώσεις. Με εγκαταλείπει μένα και παίρνει άλλη. Με αυτήν έκαμε δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Το 1942 πεθαίνει η γυναίκα του. Μου λέγει τώρα πια θα είσαι πραγματική γυναίκα μου. Πήγα στο σπίτι ήμασταν σαν ανδρόγυνο του κοιτούσα τα παιδιά και ότι κάμει μια γυναίκα στο σπίτι. Και τώρα αρραβω­νιάστηκε άλλη από το Μα­λακάσι και εμένα με έδιωξε.

Το πήρα σοβαρά, πρώτη φορά, δεύτερη φορά. Στέλνω δύο παιδιά να παν να τον φέρουν. Τη δε γυναίκα την κράτησα για να τους φέρω σε αντιπαρά­σταση. Γύρισαν τα παιδιά άπρακτα.

-Γιατί παιδιά δεν τον φέρατε;

-Δεν μας άφησε η οργάνωση ο Μαλάμος κ.λ.π. Είπαν να έρθει επί τό­που ο Ράπτης να ενεργήσει τις ανακρίσεις εδώ.

Πηγαίνω στο σπίτι του δικηγόρου Κώστα Αλεξίου.

-Κώστα του λέγω αύριο θα πάμε στο Αμπελοχώρι, πρόκειται για μια σοβαρή υπόθεση. Φοβάμαι μην πέσω σε κανένα σφάλμα.

Ο δικηγόρος μου λέει, μα βρε Μήτσιο με αυτόν τον καιρό χιόνι έχει πολύ πως θα πάμε;

-Θα πάμε του λέω, θα πάρω 10 παιδιά και σιγά σιγά θα φτάσουμε.

Δεν μπορούσε να φέρει αντιρρήσεις. Την άλλη ημέρα ξεκινήσαμε. Φτάσαμε το βραδάκι. Πήγαμε σε ένα μαγαζί του Γεώργιου Κοντονί­κου.  Το μαγαζί ήταν γεμάτο από χωριανούς. Τον Κώστα και εμένα με γνώριζαν. Όπως συ­νήθως τα χωριά με το παλαιό σύστημα  σηκώθη­καν όρθιοι, ένας ένας δια χειραψίας.

Λέγω, ποιος είναι αυτός ο Κάπαρης, που μας παιδεύει με αυτόν τον καιρό. Αυτός ήταν κοντά μου.

-Εγώ μου λέει.

-Ε! μαζί σου θα έχουμε ιστορίες.

Ο δικηγόρος βλάχος άρχισαν βλάχικα. Όλοι εμείς δεν γνωρίζαμε τι λεν. Τον Φωλίνα τον άφησα στο τμήμα. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι, εγώ, ο δικηγόρος και οι υπεύθυνοι. Τι μου κάνουν, παίρνουν τα παιδιά και με τα κάμουν κα­ταλύματα χωρίς να πάρω είδηση. Είπαμε να το διαλύσουμε. Φωνάζω τα παιδιά.

Μου λεν, τα παιδιά τα πήγαμε καταλύματα. και ποιος σας είπε;

-Mα ήταν κουρασμένα βρεγμένα.

Μου λέγει ένας, πάμε και εμείς.

-Εγώ, τους λέγω, θέλω μαζί μου ένα παιδί.

Ο δικηγόρος, πήγαινε Μήτσιο τα έχω κανονίσει εγώ.  Με γέλασαν. Εγώ δεν επέμενα άλλο. Μπροστά ο φίλος κοντά εγώ, το χιόνι ένα μέ­τρο. Μπήκαμε σε ένα σπίτι ήταν μία γυναίκα με δύο μικρά. Καθόμα­στε με τον φίλο ζεσταί­νει τσίπουρο πίνουμε από ένα. Εγώ είπα πως είναι σπίτι δικό του. Λέγει εγώ θα πάω και θα γυρίσω. Βλέπω την γυ­ναίκα ετοιμάζει φαγητό την ερωτώ που είναι ο Γεώργιος; Πήγε στο σπίτι του.

-Μα δεν είναι δικό του το σπίτι αυτό;

-Όχι μου λέγει.

Τα βρήκαμε τα λεπτά. Φοβήθηκα εκτός που είχε πολλούς Ζερβικούς, αλλά δεν είχα εμπιστοσύνη και στους υπεύθυνους.  Φαγητά, κοτό­πουλο κρασί διάφορα, παρόλο που ήμουν νηστικός κόπηκε το φαγητό μου. Κρεβάτι με σεντόνια, φλοκιάρα καθαρά. Τι ρόλο παίζει αυτή η περιποίηση. Έπεσα για ύπνο. Έβαλα πολλά στο νου μου. Ο Ζιώγος είχε και συγγενείς και φίλους, ο ύπνος δεν με έπαιρνε. Δεκέμβρης μή­νας νύχτα μεγάλη πότε θα φέξει, αγω­νία όλη την νύχτα. Έδωσε ο θεός την ημέρα, σηκώθηκα, πλύθηκα. Αυτή είχε έτοιμο το γάλα. Την ερωτώ:

- Ποιανού γυναίκα είσαι;

- Είμαι του Χειρόπουλου.

- Τον Μήτσιο Χειρόπουλο;

- Ναι, μου λέγει. Είναι αυτός που έχει κομμένο το χείλι; Αυτός είναι.

-Αυτός της λέγω έπεσε στα χέρια μου τον κυνηγούσαν.

-Γιατί τον κυνηγούσαν;

Εγώ ήξερα γιατί τον κυνηγούσαν. Είχε μπλεχτεί με τους Ιταλούς. Όταν πα­ρουσιάστηκε σε εμένα στο Κακοπλεύρι του λέγω φύγε, μην ξαναγυρίσεις, θα σε σκοτώσουν, πρόσεχε αν σε πιάσουν δεν γλιτώ­νεις.

 Ήρθε ο φίλος Γιώργος, με ρώτησε αν πέρασα καλά. Μετά μου είπαν πως ο Βαγγέλης Κάπαρης ο κατηγορούμενος ήταν αδελφός τους και παρακάλεσαν να μην του κάμω τίποτε και πολλά άλλα.

Βγήκαμε στην πλατεία. Μου λέγει ο δικηγόρος ότι αποφασίσαμε να γίνει λαϊκό Δικαστήριο και ως δικηγόρος θα παραβρεθώ εγώ. Πολύ καλά του λέγω, να ξεφύγω εγώ.  Έγινε το Δικαστήριο ψευδομάρτυρες και τα έκαμαν πλακάκια και απελάγη ο Βαγγέλης Κάπαρης

Μέχρι εδώ επικράτησε σιγή. Όλα έσβησαν σαν μια γόπα τσι­γάρα. Το ΕΑΜ ΕΛΑΣ ηττήθηκε. Η Αθήνα έπεσε στα χέρια των.  Έγινε η βρώμικη συμφωνία της Βάρκιζας να αφοπλιστεί το ΕΛΑΣ. Είπα στα παιδιά, παιδιά παν όλα χαμένα. Γι' αυτό ήμουν αντίθετος σε κάθε εκτέλεση όλοι αυτοί που έπαθαν θα μας εκδικηθούν. Τα όπλα τα δικά μας που θα παραδώσουμε με αυτά τα ίδια τα όπλα θα μας σκο­τώσουν.