Συμφιλίωση

Θέμα Συμφιλίωσης: Αθανασούλα,Κων/νου Τζίμα, Δημ. Ράπτη

Ο Παπανικολής μαζί με τον Αθανασούλα σκέφθηκαν να κά­μουν τραπέζι και να καλέσουν τον Τζίμα Δάσκαλο και μένα, να πα­ρευρεθούμε στο τρα­πέζι για μια συμφιλίωση.

Ο Παπανικολής μεσάζον, πιάνει τον Τζίμα του λέγει ότι έγινε. Απόψε θα πάμε στο σπίτι του Αθανασούλα, μας έχει τραπέζι θα έρθεις και συ και ο Ράπτης. Ο Δάσκαλος δεν γνωρίζω αν έφερε τις αντιρρήσεις του.  Έρχεται σε μένα μου λέγει τα ίδια.

Του λέγω εγώ δεν έρχομαι πάτε εσείς.

-Μα ο Δάσκαλος θα έρθει.

-Ας έρθει ο Δάσκαλος, εγώ όχι. Αν γίνει αυτό το χωριό θα μας κατα­κρίνει.

Άρχισαν να μαζεύονται αντάρτες κ.λ.π. Βλέπω και τον Δάσκαλο μαζί με τον γιο του Μήτσιο, καθηγητής. Ο Παπανικολής επέμενε, εγώ αρ­νιόμουν η ώρα περνούσε. Φαγητό δεν βάζανε έλεγε ο Αθανασούλας, τον βλέπετε δεν έρχεται αυτός έχει κακό σκοπό επέμειναν. Βγήκε ο Δάσκαλος μου λέγει έλα επιτέλους. Να μη λες για μας.

Του λέγω, Δάσκαλε, μας βάλανε το γάιδαρο καβάλα, τι δουλειά έχουμε εμείς στο τραπέζι; Ο Παπανικολής δεν έφευγε αν δεν πήγαινα.  Μερικοί χω­ριανοί παρακολουθούσαν. Τι θα κάμω εγώ.

Μου λέγει ο Παπανικολής αν δεν έρθεις, θα είναι πανικοβλημένοι.

-Κάνε μου την χάρη εμένα θα το κάμεις, εγώ έδωσα τον λόγο μου για σένα.

Από τα πολλά υποχώρησα. Σάμπως να πήγαινα κρεμάλα. Η ώρα ήταν περασμένη. Μόλις πάτησα το πόδι μου στην καμάρα σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και άρχισαν τα χειροκροτήματα. Άρχισαν τα κορίτσια του Αθανασούλα επα­ναστατικά τραγούδια. Βάλανε τραπέζι, ψητά διάφορα φαγητά. Μετά το φα­γητό άρχισε το γλέντι.  Ο Παπανικολής όρθιος  φώναξε ζήτω η συμφιλίωση. Το τι έγινε αντάρτες με τις γυναίκες από τα τραγούδια επαναστατικά δεν μπορώ να τα περιγράψω. Ο Αθανα­σούλας τα μάτια σε μένα. Εγώ παρ' όλα που ήθελα να φανώ πως το χαίρουμε, να γελάσω δεν μπορούσα. Φρόντισα να φέρω του εαυτού μου τίποτε. Όχι ότι είχα μίσος και ούτε το κακό σκε­πτόμουν, αλλά μου φαίνονταν ταπεινωτικό. Και σκεπτόμουν τι θα πει αύριο το χω­ριό. Τέλος τελείωσε αργά μετά τα μεσάνυχτα.

Το πρωί την άλλη μέρα βγήκαμε στην πλατεία. Έρχεται πάλι το πρωί την άλλη μέρα ο φίλος ο Γιάννης Γκιορσάνης. Μου λέγει επί λέξει: στους άλλους δεν δώσαμε σημασία αν πήγαν. Εσύ δεν ντράπηκες που πήγαινες; Σε σένα είχαμε εμπιστοσύνη, τα 'καμες μούσκεμα.

Ο Γιάννης είναι τολμηρό παιδί, τον παραδέχθηκα ας με έβρισε.  Είχε δίκιο να με βρίσει όσο αυτός που ήταν και πολύ φίλος μου αλλά και όλο το χωριό δεν με έβλεπαν με μάτι καλό. Έτσι την πάτησα να χάσω την εμπιστο­σύνη του χωριού.

Ο Γιάννης Γκιορσάνης στάθηκε συνεπής και κύριος. Κανέναν δεν έθιξε ούτε δια λόγων ούτε δια έργων σε κανέναν. Όταν ο Αθανα­σούλας τον πίεζε να καταθέσει εις βάρος μου ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη μου δε δέ­χθηκε. Προτιμώ τους είπε να με στείλετε και μένα εξορία παρά να πάω μάρ­τυρας κατηγορίας στον Μήτσιο Ράπτη.

- Δεν πηγαίνω - και δεν ήρθε ούτε κατάθεση έδωσε.

Από τον Φλεβάρη 1943 που ήρθαν οι Ιταλοί με μια μεγάλη δύναμη στην θέση της μάχης Οξύνειας και έκαψαν ολόκληρο το χω­ριό Οξύνεια και πήραν τα πτώματα ξανά δε μας ενόχλησαν. Χτυπή­θηκε η Καλ/κα ελευθερώ­θηκε μαζεύτηκαν στα Τρίκαλα.

Το Ιούλιο 1943 έγινε η συνθηκολόγηση. Οι Ιταλοί παραδόθη­καν στους αντάρτες  του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Επειδή οι Γερμανοί  μείνανε μόνοι  τους στην  Ελλάδα  διαδίδονταν πως θα ξανακαταλά­βουν τις πόλεις Καρδί­τσα, Τρίκαλα, Καλαμπάκα. Ο λαός από φόβο των Γερμανών και ιδίως η Καλαμπάκα έφυγαν από την πόλη. Πήγαι­ναν ο καθένας εκεί που συμπα­θούσε.

Στον Κόζιακα υπήρχαν τμήματα του ΕΔΕΣ από το χωριό Βανακού­λια, Περλιάγκα. Ο λαός ήταν διαιρεμένος στο ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.  Οι μεν Εαμίτες προς τα Χάσια στον ΕΛΑΣ, οι Ζερβικοί προς το Κό­ζιακα.

Οι δύο αντίπαλες οργανώσεις ήρθαν σε παρεξήγηση, άρχισε ο πόλε­μος αναμεταξύ. Οι Ελασίτες τους κυνηγούσαν και τους πήγαν στα σύνορα της Ηπείρου όσοι από τους πολίτες συλλαμβάνονταν τους έπαιρναν στα βουνά και άλλοι δραπέτευαν και εγκατέλειπαν τις οικο­γένειες τους. Μετά έγινε μία συνθηκολόγηση στην θέση ΠΛΑΚΑ στα σύνορα Θεσσαλίας Ηπείρου - αλλά ο ΕΛΑΣ τους ομήρους που συλ­λάβανε τους κρατούσαν και πολλούς λένε εκτελέσανε. Εγώ θα πω αυτά που είδαν τα μάτια μου.

Αρχάς Αυγοστου  '43

Ένα πρωινό χτυπάει η πόρτα. Νόμισα πως ήταν επιδρομή των Γερμα­νών. Βλέπω κάποιον με ξεσχισμένα τα ρούχα, αξύριστος πέφτει απάνω μου.

-Μήτσο μου σώσε με πεθαίνω.

Ήταν νύχτα και δεν τον αναγνώρισα. Μου λέγει, εγώ είμαι Μήτσιο ο Παπα­δόπουλος.

Τον γνώρισα μετά από τη φωνή. Τον παίρνω μέσα ανάβουμε το φως του δίνω δικά μου ρούχα, άλλαξε. Τον ερωτώ:

-Πώς βρέθηκες εδώ; και από που έρχεσαι με αυτά τα χάλια;

Μου λέγει, όλη η Καλαμπάκα βγήκε έξω, πολλοί Καλαμπακιώτες πήγανε προς τα χωριά του Κόζιακα. Εκεί ήταν ομάδες του Ζέρβα και εμείς οργανω­θήκαμε στο Ζέρβα. Πιάστηκαν οι Ελασίτες με τους Ζερ­βικούς αντάρτες. Πολλοί από εμάς συνελήφθησαν και όσοι κατορθώ­σαμε φύγαμε. Παρ' όλο που σ’ όλα τα χωριά της Καλ/κας έχω γνω­στούς, εμπιστοσύνη δεν είχα, μό­νον σε σένα έχω. Έλεγα θα φθάσω στον Μήτσο; Έτρεμε ολόκληρος.

Του λέγω, εφόσον έφτασες εδώ μη φοβάσαι. Το μόνο επικίνδυνο είναι ότι στο μοναστήρι έχει αντάρτες ούτε να ουρήσεις δε θα βγεις. Εδώ όλα.

Νηστικός ήταν του δώσαμε έφαγε, του λέγω αν τυχόν και μας πάρουν χα­μπάρι πάμε και οι δύο. Το πρωί του λέγω εγώ θα φύγω θα πάω στα χωριά να μην είμαι εδώ. Έπειτα από δύο ημέρες επέστρεψα. Μόλις έφτασα στο σπίτι μου λέγει η γυναίκα μου. Σε ζητούν στο μοναστήρι οι αντάρτες. Δεν είπα τίποτα στην γυναίκα μου να μη φοβηθεί. Εγώ φοβήθηκα μήπως πήραν εί­δηση που έχω τον Παπαδόπουλο.

Πήγα στο μοναστήρι με την καρδιά κρύα.

 

Αθανάσιος Παπαιωάννου Δικηγόρος από Καστράκι.

 

Μόλις μπήκα στο προαύλιο του μοναστηριού βλέπω τον Δικηγόρο. Με φω­νάζει:

-Μήτσιο, λέγει ο καπετάνιος, τον γνωρίζεις τον Θανάση; Α! καλούς φίλους έχεις;

- Γιατί τι έγινε; Τι έκαμε;

- Τι έκαμε; πάει να μας πολεμήσει με τον Ζέρβα.

- Τι έγινε Θανάση ρωτώ.

-Όχι δεν πήγαμε στο Ζέρβα, είπε, φύγαμε από τον φόβο των Γερμα­νών.

Μου λέγει ο άλλος καπετάνιος Κλεάνθης:

-Τι θα κάμουμε τώρα; θα τους φυλάγουμε και να τους δίνουμε να τρων;

Λέγει ο Φιλόσοφος.

- Άκουσε Μήτσιο: εμείς δεν μπορούμε να τους φυλάμε εδώ. Η σκό­τωμα ή απόλυση. Μας είπε πως γνωρίζει καλά εσένα, γι' αυτό σε φέ­ραμε εδώ.

Του λέγω, ε! όχι Φιλόσοφε σκότωμα. Το μυαλό που έχεις εσύ, αύριο αυτός θα σε σκοτώσει.

- Τώρα για να τελειώνουμε, μου λέγει ο Φιλόσοφος, εμείς δεν μπο­ρούμε να τον κρατήσουμε. Τον παίρνεις εσύ;

- Το παίρνω λέγω.

-Για να τον πάρεις θα μας υπογράψεις μία υπεύθυνη δήλωση να φύ­γουμε εμείς από την ευθύνη.

-Υπογράφω του λέγω και αναλαμβάνω εγώ.

Πήγαμε στο γραφείο έκαμε τη δήλωση και υπέγραψα. Του λέγει ο Φιλόσο­φος. Ήσουν τυχερός, τη γλίτωσες άντε στο καλό. Μέρος στο σπίτι δεν είχα. Είχα τον άλλον. Λέγω στον ηγούμενο, μπορείς να τον κρατήσεις κάνα δυο ημέρες έως ότου βρω σπίτι να τον βάλω; Πρόθυ­μος ο ηγούμενος τον κρά­τησε. Έπειτα από δύο ημέρες τον πήρα και αυτόν. Σήμερα που τα γράφω βρίσκεται εν ζωή, έγινε εισαγγελεύς.